Χτήματα στην υπόλοιπη Ελλάδα λέγονται τα χωράφια. Στην Κρήτη και στο χωριό μας χτήματα εννοούμε τα ζώα που χρησιμοποιούνται για μεταφορές ανθρώπων και πραγμάτων.
Τα παλιά χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν δρόμοι και αυτοκίνητα, οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τα χτήματα για όλες τις δραστηριότητές τους. Τα χρησιμοποιούσαν για να κατεβαίνουν στο Ρέθυμνο, μεταφέροντας τα προϊόντα που ήθελαν να πουλήσουν ή τα εμπορεύματα που αγόραζαν, τα χρησιμοποιούσαν για να πηγαίνουν στους γάμους και στα πανηγύρια.
Στις επίσημες εμφανίσεις τα κτήματα στολίζονταν κατάλληλα. Δεν εννοείτο, δηλαδή, να πάει κάποιος στη Χώρα (στο Ρέθυμνο), σε γάμο, σε πανηγύρι ή ακόμα και σε ξένο χωριό χωρίς να έχει τοποθετήσει πάνω στο σαμάρι ένα μικρό χαλί κατασκευασμένο για αυτή τη χρήση. Ουσιαστικά ήταν μια «κουρελού» φτιαγμένη από μικρά κομμάτια υφασμάτων διαφόρων χρωμάτων.
Η βασική, όμως, χρησιμότητα των χτημάτων ήταν στις καθημερινές αγροτικές εργασίες. Δεν μπορούσε να λειτουργήσει οικογένεια χωρίς να έχει το δικό της κτήμα, το δικό της μεταφορικό μέσο.
Η αξία και η σημασία των χτημάτων άρχισε να μειώνεται με την κατασκευή των δρόμων, ιδιαίτερα των αγροτικών, και την απόκτηση της δυνατότητας κάθε οικογένειας να αγοράσει δικό της αυτοκίνητο.
Για να μπορεί το κτήμα να χρησιμοποιηθεί ως μεταφορικό μέσο έπρεπε να έχει προηγουμένως, να έχει «στρωθεί», δηλαδή να εξημερωθεί. Κατάλληλη ηλικία για «στρώσιμο» ήταν η ηλικία των δύο ετών. Η εκπαίδευση ξεκινούσε πολύ νωρίς, από τότε που ήταν «πουλάρι» με τη χρήση του χαλιναριού. Το χαλινάρι είναι ένα εξάρτημα που μπαίνει στο στόμα του ζώου και χρησιμοποιείται από τον καβαλάρη για να κατευθύνει ή και να φρενάρει το ζώο. Για να συνηθίσει το ζώο να δέχεται το χαλινάρι στο στόμα του το άλειφαν με μέλι, αυτό άνοιγε το στόμα του για να γλείψει το μέλι και αμέσως του έβαζαν το χαλινάρι.
Μετά την εξοικείωση του ζώου με το χαλινάρι άρχιζε η εκπαίδευση στο σαμάρι. Το σαμάρι είναι μια κατασκευή που τοποθετείται στην πλάτη του ζώου για να μπορεί να κάθεται ο καβαλάρης και να φορτώνονται διάφορα πράγματα.
Τα άλογα δεν τα χρησιμοποιούσαν, συνήθως, για τη μεταφορά πραγμάτων. Γι’ αυτό δεν τους έβαζαν σαμάρι, αλλά σέλλα για να μπορεί να κάθεται ο καβαλάρης.
Τα χτήματα είναι τριών ειδών, Τα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα. Το μουλάρι είναι διασταύρωση γαϊδάρου με άλογο. Κάθε είδος μεταφορικού ζώου είχε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά του.
Το γαϊδούρι: Έχει το πλεονέκτημα ότι έχει το χαμηλότερο κόστος συντήρησης. Έχει, όμως, το μειονέκτημα ότι έχει μικρή μεταφορική ικανότητα και δεν φημίζεται για την «ευγενική» συμπεριφορά του.
Το μουλάρι: Έχει το πλεονέκτημα ότι έχει μεγάλη μεταφορική ικανότητα, έχει σχετικά «ευγενική» συμπεριφορά. Έχει, όμως, το μειονέκτημα ότι έχει ακριβό κόστος συντήρησης.
Το άλογο: Έχει το πλεονέκτημα ότι έχει άριστη συμπεριφορά. Έχει, όμως, το μειονέκτημα ότι δεν προσφέρεται για μεταφορές, αλλά κυρίως για ιππασία. Έχει, επίσης, τα μειονεκτήματα του υψηλού κόστους αγοράς και του υψηλού κόστους συντήρησης. Το άλογο, ουσιαστικά, ήταν η «κούρσα» της εποχής εκείνης και το όνειρο κάθε νέου ήταν να μπορούσε να έχει ένα άλογο να κάνει βόλτες.
Από τις τρεις παραπάνω κατηγορίες ζώων, με βάση τις αποστάσεις και τη διαμόρφωση του εδάφους του χωριού μας, το μουλάρι ήταν το ιδανικότερο μεταφορικό μέσο.