Το ρήμα οργώνω, το ουσιαστικό όργωμα δεν χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους του χωριού μας. Αντί αυτών χρησιμοποιούνταν οι λέξεις «κάνω χωράφι», «ζευγαρίζω», «ζευγάρισμα».
Το όργωμα των χωραφιών ξεκινούσε στις αρχές του φθινοπώρου, μόλις πέσουν οι πρώτες ικανοποιητικές ποσότητες βροχής και μαλακώσει το χώμα, ώστε να μπορεί να μπορεί καλλιεργηθεί.
Η γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου συνήθως συνέπιπτε με το μέσο της καλλιεργητικής περιόδου, γι αυτό και τη λέγανε «της Παναγίας της Μεσοσπορίτισας».
Τα είδη των φυτών που έσπερναν το φθινόπωρο ήταν τα εξής: Σιτάρι, κριθάρι, ταγή. Αργότερα, τέλη Δεκεμβρίου με αρχές Ιανουαρίου, έσπερναν και βίκο.
Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, το όργωμα γινότανε με τα βόδια, για την ακρίβεια με δύο βόδια, για το λόγο αυτό το όργωμα λεγότανε «ζευγάρισμα».
Όποιος δεν είχε δυο βόδια, έπρεπε να βρει «συζευτή», να κάνει συνεργασία δηλαδή με κάποιον άλλο που είχε και αυτός ένα βόδι.
Το δυνατότερο «ζευγάρι» ήταν τα αρσενικά βόδια. Δεν ήταν όμως καθόλου συνηθισμένο γιατί δεν γεννούσαν και έτσι υπήρχε απώλεια εισοδήματος, σε αντίθεση με τις αγελάδες που γεννούσαν ένα μοσχαράκι το χρόνο.
Για να μπορέσει κάποιος να οργώσει με τα βόδια ήθελε, φυσικά, και τα κατάλληλα εξαρτήματα και εργαλεία.
Χρειαζότανε, λοιπόν, εκτός από δύο βόδια, και τα εξής εξαρτήματα:
· Ένα αλέτρι. Πολύ παλιά τα αλέτρια ήτανε ξύλινα, ξυλάλετρα τα λέγανε, με μοναδικό μεταλλικό μέρος το γυνί, τη μύτη δηλαδή που κάρφωνε στο χώμα.
· Ένα ζυγό. Πρόκειται για ένα ξύλινο δοκάρι κατάλληλα επεξεργασμένο που τοποθετείται σταθερά και δένεται στον σβέρκο των δύο ζώων. Από το ζυγό η «κίνηση» μεταφέρεται στο αλέτρι με τα γυνόλουρα.
· Γυνόλουρα. Πρόκειται για μεταλλική κατασκευή που συνδέεται από τη μια μεριά με τη μέση του ζυγού και από την άλλη με το αλέτρι.
· Βουκέντρι. Πρόκειται για μία ξύλινη βέργα που χρησιμοποιούνταν για να «τσιτώνει», να παρακινεί ο ζευγάς τα βόδια να προχωράνε στο χωράφι. Συνήθως στην άκρη της βέργας κάρφωναν μια μπρόκα για να «τσιτώνει» ακόμη καλύτερα.
· Δύο μουράγιες. Πρόκειται για πλεκτό φίμωτρο κατασκευασμένο από ξύλινες βέργες που έμπαινε στη μουσούδα των βοδιών με σκοπό να μην μπορούν να τρώνε τα χόρτα που συναντούσαν και να ασχολούνται απερίσπαστα με το έργο τους.
· Ένα κομμάτι σχοινί. Κάθε άκρα του σχοινιού ήταν δεμένη στα κέρατα ενός βοδιού. Το σχοινί περνούσε από το αλέτρι και χρησιμοποιούνταν σαν τιμόνι, δηλαδή «ο ζευγάς» κατηύθυνε τα βόδια με το σχοινί αυτό τεντώνοντάς το προς τη μία ή την άλλη άκρη.
·
Εξυπακούεται ότι όλος ο εξοπλισμός του οργώματος, δηλαδή τα βόδια και τα σύνεργα, κάθε βράδυ τα έφερναν στο σπίτι, γιατί πάντα υπήρχε αυξημένος ο κίνδυνος της κλοπής.
Κατά τη διάρκεια του οργώματος το ένα βόδι έπρεπε να είναι μονίμως στην αυλακιά που μόλις είχε οργωθεί κι αυτό για να μην γίνονται «αγγουράδες», να μην υπάρχουνε δηλαδή σημεία που το χωράφι δεν είχε καλλιεργηθεί.
Η έκταση που μπορούσε να καλλιεργήσει κάποιος σε μια μέρα ήτανε μια «ζευγαρέ» και αντιστοιχεί περίπου σε μία μέρα.
Για την καλλιέργεια της ίδιας έκτασης του ενός στρέμματος ένα τρακτέρ χρειάζεται χρόνο λιγότερο της μιας ώρας.