Τα παλιά χρόνια, για να έχει κάποιος αιγοπρόβατα και να μπορεί να τα εκτρέφει έπρεπε να είναι «νοικοκύρης», δηλαδή μεγάλος γαιοκτήμονας.
Ο λόγος ήταν ότι επειδή δεν υπήρχαν έτοιμες ζωοτροφές, όπως υπάρχουν σήμερα, για να έχει κάποιος πρόβατα έπρεπε να διαθέτει και την απαιτούμενη αγροτική έκταση για να τα εκτρέφει. Τότε, δηλαδή, δεν υπήρχε εντατική κτηνοτροφία, αλλά εκτατική. Τα αιγοπρόβατα έτρωγαν ό,τι χόρτα έβγαζε το χωράφι κι ό,τι σανά, αποξηραμένα χόρτα, θα είχε για το χειμώνα αποθηκεύσει ο ιδιοκτήτης τους.
Αν το χειμώνα έριχνε και λίγο χιόνι, τότε η κατάσταση ήταν για όλους δραματική. Λόγω του χιονιού τα αιγοπρόβατα δεν έβρισκαν τίποτα να φάνε στα χωράφια, αφού τα πάντα ήταν καλυμμένα με χιόνι, και αν η χιονιά κρατούσε πολλές μέρες ήτανε καταδικασμένα να πεθάνουν.
Με βάση τα παραπάνω, υπήρχαν δυο ειδών κτηνοτρόφοι. Οι «νοικοκύρηδες» που είχαν τις μεγάλες εκτάσεις και επομένως τα πολλά αιγοπρόβατα, και οι φτωχοί που είχαν μια – δυο κατσίκες, ίσα – ίσα για να πίνουν ένα ποτήρι γάλα τα παιδιά τους.
Βέβαια, θα μου πείτε, υπήρχαν και τα Ποτάμια που μπορούσε ο καθένας να βόσκει. Ναι, αλλά εκτός του ότι από την Κατοχή και μετά τα Ποτάμια άρχισαν να καλλιεργούνται, υπήρχε το πρόβλημα ότι δεν υπήρχαν ούτε δέντρα, ούτε υπόστεγα, ούτε σπηλιάρια για να ξεχειμωνιάζουν τα πρόβατα. Καλά, το καλοκαίρι θα τα είχανε στα Ποτάμια, τον χειμώνα τι θα τα κάνανε; Που θα τα σταβλίζανε να τα προστατεύσουνε από το κρύο, τη βροχή και το χιόνι;
Πρόβλημα για τη κτηνοτροφία υπήρχε και με τη ζωοκλοπή που ανθούσε και λουλούδιαζε τότε, μιας και η έννομη τάξη ήτανε από χαλαρή έως ανύπαρκτη.
Υπήρχε, βέβαια, και ο νόμος για την «αδεσποτία». Ο νόμος αυτός, που είναι ακόμη σε ισχύ αλλά έχει ατονήσει η εφαρμογή του, υποχρεώνει τον κτηνοτρόφο να έχει «υπό την επιτήρησή του» το κοπάδι του επί εικοσιτετραώρου βάσεως, προκειμένου να προλάβει τη ζωοκλοπή. Κατά καιρούς έκαναν την εμφάνισή τους τα «αποσπάσματα», χωροφύλακες δηλαδή που περιπολούσανε για την πρόληψη της ζωοκλοπής. Εάν το βράδυ εντοπίζανε κάποιο κοπάδι «ανεπιτήρητο», περιμένανε να εμφανιστεί ο ιδιοκτήτης του για να τον συλλάβουν και να του κάνουν μήνυση για «αδεσποτία».
Το πρόβλημα της ζωοκλοπής οι ιδιοκτήτες αιγοπροβάτων το αντιμετώπιζαν ως εξής:
α) οι ιδιοκτήτες οικόσιτων κατσικών, μαρταρές τις λέγανε τις οικόσιτες κατσίκες, κάθε βράδυ τις φέρνανε στις αυλές των σπιτιών τους και τις δένανε, β) οι βοσκοί κοπαδιών αιγοπροβάτων τα βόσκανε χειμώνα – καλοκαίρι και τα βράδια κοιμόντουσαν δίπλα στο κοπάδια τους. Πολύ σπάνια κατέβαιναν στο χωριό και για να κατέβουν έπρεπε να βρουν κάποιον άλλο να τους αντικαταστήσει.
Το φαγητό το στέλνανε στο βοσκό με κάποιο συγγενή του. Αν ο συγγενής δεν τον συναντούσε, υπήρχε η συνεννόηση να του το κρεμάσει σε ένα δέντρο, ώστε όταν περάσει να το πάρει.
Η ζωή του βοσκού ήταν μαρτυρική. Με χιόνι, με κρύο, με βροχή ήταν υποχρεωμένος να βρίσκεται δίπλα στα πρόβατά του.
Μη νομίζετε ότι αυτή την ζωή την έκαναν οι «νοικοκύρηδες». Τι, δηλαδή, και νοικοκύρης και κατάδικος;
Όσοι είχανε τα μεγάλα κοπάδια δεν τα έβοσκαν οι ίδιοι. Είχαν βοσκούς, φαμέγιους τους λέγανε, που έβοσκαν τα πρόβατα για λογαριασμό τους.
Ο βοσκός έπρεπε να ακολουθεί και να βόσκει τα πρόβατά του πεζός, φορτωμένος με το βουργιάλι του, ένα σακίδιο που περιείχε το φαγητό του.
Τι περιείχε το βουργιάλι; Ένα αλουμινένιο δοχείο με καπάκι για το φαγητό, γαβανόζι, το λέγανε, που δεν έκλεινε αεροστεγώς κι υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να χυθούν τα λάδια και να λαδωθούνε τα ρούχα του βοσκού, ένα κομμάτι ψωμί με καρφωμένα πάνω του το πιρούνι και τυλιγμένο σε μια πάνινη πετσέτα. Το πιρούνι το καρφώνανε στο ψωμί για να μην σκίζει το βουργιάλι και να μην καρφώνει και την πλάτη του βοσκού.