Τρία είδη ζώων χρησιμοποιούνταν ως μεταφορικά μέσα τα παλιά χρόνια. Τα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα.
Στη φύση όμως, δεν υπάρχει το μουλάρι ως ξεχωριστό είδος ζώου. Το μουλάρι είναι ένα είδος ζώου που προήλθε από επέμβαση του ανθρώπου στη φύση.
Ο λόγος που έγινε η «επέμβαση» αυτή είναι ότι ο άνθρωπος ήθελε να «κατασκευάσει» ένα ζώο που να συνδυάζει τα πλεονεκτήματα του γαϊδουριού και του αλόγου. Κι αυτό γιατί το άλογο δεν προσφέρεται για μεταφορικό έργο, είναι πολυέξοδο, είναι όμως μεγαλόσωμο. Το γαϊδούρι αντιθέτως προσφέρεται για μεταφορικό έργο, είναι λιτοδιαίτο, δεν είναι μεγαλόσωμο.
Μουλάρια υπάρχουν και αρσενικά και θηλυκά. Όμως δεν πολλαπλασιάζονται, δεν γεννούνε.
Η διασταύρωση αλόγου με γαϊδάρου για την γέννηση ενός μουλαριού γίνεται με «πλάνος», με εξαπάτηση δηλαδή.
Η διαδικασία ήταν η εξής:
Όταν μια θηλυκή γαϊδούρα «θύμιζε», βρισκότανε σε «οίστρο», «είχε διάθεση για ερωτική συνεύρεση», έδεναν ένα θηλυκό άλογο, μια φοράδα δηλαδή σε ένα δέντρο.
Στη συνέχεια έφερναν κοντά στη φοράδα το αρσενικό άλογο, το μπεγίρι, και το «παρακινούσαν» να «επιβιβαστεί» στη φοράδα. Φυσικά, αφού η φοράδα δεν είχε «οίστρο» δεν επέτρεπε στο μπεγίρι τη σεξουαλική συνεύρεση.
Όταν, μετά από λίγο «ερεθιζότανε» το μπεγίρι από τη φοράδα και ήταν έτοιμο για εκσπερμάτωση, έπαιρναν τη φοράδα από το μπεγίρι και στη θέση της έφερναν την γαϊδάρα που είχε «οίστρο». Τι να κάνει το καημένο το μπεγίρι, στην κατάσταση που ήτανε; «Εμπρός στο ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα!!». Στην ανάγκη, κι η γαϊδούρα καλή είναι, σου λέει…