«Θέρος – τρύγος – πόλεμος» έλεγε μια παροιμία για να δείξει το μέγεθος των δυσκολιών και της καταπόνησης του ανθρώπου από τις δύο αγροτικές αυτές εργασίες που ισοδυναμούσαν με τις δυσκολίες και τα δεινά του πολέμου.
Θερισμός ή θέρος για να δώσουμε τον ορισμό της λέξης, είναι η εργασία συλλογής των σιτηρών, των δημητριακών και των χόρτων (των χόρτων που προορίζονται για τη διατροφή των ζώων σε αφυδατωμένη, ξηρή μορφή).
Η εργασία του θερισμού ξεκινούσε από τις αρχές Μαΐου και αφορούσε τη συλλογή των χόρτων, του σανού, των λειψών χόρτων ή του βίκου, που προοριζότανε για τη διατροφή των ζώων τους χειμερινούς μήνες και έπρεπε να συλλέγονται τρυφερά, χωρίς να έχουν ξεραθεί, για να διατηρούν τις θρεπτικές τους ιδιότητες.
Στη συνέχεια, στις αρχές Ιουνίου, άρχιζε το θέρισμα των κουκιών και του βίκου (του βίκου που ο καρπός του προοριζότανε για σπορά την επόμενη χρονιά.
Ο θερισμός των δημητριακών σιταριού, βρώμης και κριθαριού ξεκινούσε το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου, ανάλογα βέβαια με τις κλιματολογικές συνθήκες της κάθε χρονιάς.
Κύριο εργαλείο για τον θερισμό ήταν το δρεπάνι. Πρόκειται για ένα μεταλλικό εργαλείο σε σχήμα μισοφέγγαρου με ξύλινη λαβή που μπορούσε να είχε και δόντια. Όταν είχε δόντια το λέγανε σαρακοδράπανο.
Τα στάχυα που θερίζανε τα κάνανε στην αρχή «μάτσα», την ποσότητα που χωράει το χέρι, στη συνέχεια «αγκαλές», την ποσότητα που χωράει η αγκαλιά, και στο τέλος «δεμάτια» για να τα φορτώσουνε στα ζώα και να τα μεταφέρουνε στο αλώνι. Τα δεμάτια παλιότερα τα δένανε με «λιγοδέτες», τρυφερούς βλαστούς πλατάνου που τους στρίβανε και γινότανε εύκαμπτοι. Τέσσερα δεμάτια μας κάνουν ένα «γομάρι», ένα φορτίο ζώου δηλαδή. Όταν τέλειωνε το «δέσιμο» ακολουθούσε το κουβάλημα στο αλώνι. Τα δεμάτια όταν μεταφέρονταν στα αλώνια τα στοίβαζαν σε θημωνιές.
Το θέρισμα, το δέσιμο και το κουβάλημα θεωρούνταν εξίσου επίπονες δουλειές: «Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλιε», έλεγαν.
Τα χόρτα που θερίζανε «λειψά» και προοριζότανε για σανό, τα κάνανε στην αρχή «αγακαλές» και στη συνέχεια τα «τεκιάζανε» ή τα «μπαλιάζανε» με το «τέκι».
Το τέκι ήτανε ένα ξύλινο κασόνι χωρίς πάτους, μόνο με τις πλαϊνές πλευρές. Όταν τα χόρτα ξεραινότανε, πρωί – πρωί για να έχει ταχινή και τα χόρτα να είναι μαλακά και να μη «θρουλίζουνε» τα βάζανε στο τέκι, τα πατούσανε για να «κάτσουνε» και τα δένανε για να τα φορτώσουνε στα ζώα και να τα κουβαλήσουνε στο σπίτι.
Πριν να εφευρεθεί το τέκι, σκάβανε ένα λάκκο στη μέση του χωραφιού, παραλληλόγραμμο, και εκεί μέσα «τεκιάζανε» τα λειψά χόρτα.
Η δουλειά του θέρους αρχίζε τα χαράματα κάθε μέρα και τελειώνει αργά το βράδυ. Το θερισμό τον είχαν αναλάβει οι γυναίκες, ενώ οι άντρες έδεναν και μετέφεραν τα δεμάτια.
Πολλά μηχανεύονταν οι θερίστρες για να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες του θερισμού. Έτσι, για το ήλιο φορούσαν τα μαντήλια, ενώ για τα αγριόχορτα με αγκάθια φορούσαν κάλτσες στα πόδια και στα χέρια.
Στο θέρος παίρνανε και τα μικρά παιδιά, όταν δεν είχαν γιαγιάδες και παππούδες να τα προσέχουνε.
Τα παιδιά, φυσικά, βαριότανε μόνα τους να κάθονται κάτω από τον ίσκιο κάποιου δέντρου. Για να βρουν αφορμή να έρθουν οι γονείς τους να τους κάνουνε παρέα, τους λέγανε συνέχεια «Μαμά, πεινώ».
Οι μαμάδες, που τα ξέρανε αυτά τα κόλπα, τους απαντούσανε:
- Θα φάμε όταν θα έρθει ο μεσημεράς.
- Και ποιος είναι ο μεσημεράς, ρωτούσανε αυτά;
- Θα τον ακούσετε. Όταν θα γίνει μεσημέρι θα φωνάξει «ΜΕΣΗΜΕΡΙ».
Το μεσημεριανό φαγητό, περιελάμβανε συνήθως τυρί, ελιές, (οπωσδήποτε) ψωμί και ίσως λίγο φαγητό της προηγούμενης βραδιάς.
Όλες οι στράτες ήταν γεμάτες από σκόρπια στάχυα. Το ίδιο και οι δρόμοι του χωριού. Παντού μύριζε καλαμιά. Το χωριό ήταν τελείως άδειο. Όσοι δεν είχαν πάει στο θέρο για διάφορους λόγους, ντρέπονταν και να κυκλοφορήσουν ακόμη.