Αλώνισμα είναι η εργασία με την οποία αλέθονται, συνθλίβονται τα στάχια, τα ώριμα, κομμένα και αποξηραμένα φυτά των δημητριακών (σιτάρι, κριθάρι, ταγή κλπ) προκειμένου να εξαχθεί ο καρπός τους.
Το αλώνισμα ακολουθούσε τις εργασίας του θέρους και της μεταφοράς των δημητριακών και πραγματοποιότανε τον μήνα Ιούλιο. Η γιορτή της Αγίας Κυριακής, στις 7 Ιουλίου, συνήθως σύμπιπτε με την εργασία αυτή.
Το αλώνισμα πραγματοποιούταν στο αλώνι, ένα κυκλικό επίπεδο χώρο σε επιλεγμένη τοποθεσία για να υπάρχουν άριστες συνθήκες έντασης του αέρα που ήταν απαραίτητες για το λίχνισμα που ακολουθούσε το αλώνισμα. Γύρω – γύρω, στις άκρες του αλωνιού, υπήρχαν οι «ντραλίκοι», μεγάλες όρθιες πέτρες τοποθετημένες κυκλικά για να οριοθετούν το χώρο και να μην διασκορπίζονται τα στάχια.
Τα περισσότερα αλώνια του χωριού μας ήταν μαζεμένα στην τοποθεσία «Πάνω Αλώνια» που υπάρχουν και σήμερα. Επειδή η εργασία αυτή γινότανε στην «ντάλα» του καλοκαιριού τυχεροί θεωρούνταν όσοι είχαν κοντά στο αλώνι τους κάποιο μεγάλο δέντρο για να ξαποσταίνουν στον ίσκιο του.
Το αλώνι για να χρησιμοποιηθεί έπρεπε προηγουμένως να «βουτσωθεί», να επιχρισθεί δηλαδή με νωπή κοπριά βοδιού ανακατεμένη με άχυρα και αραιωμένη με νερό προκειμένου να τσιμεντωθεί και να μην ανακατεύονται ο καρπός και τα άχυρα με το χώμα.
Δίπλα στο το αλώνι υπήρχε η θεμωνέ ή θημωνιά, δηλαδή ο σωρός με τα δεμάτια από τα στάχια που επρόκειτο να αλωνιστούν.
Για να αλωνέψουν χρησιμοποιούσαν δύο βόδια που τα δένανε μεταξύ τους με το ζυγό, μια ξύλινη κατασκευή από ξύλο πλατάνου. Κατά τη διάρκεια του αλωνίσματος τα ζώα υποχρεωτικά έπρεπε να φορούν μουρίδα ή μουράγια που να τα εμποδίζει να τρώνε τα στάχια.
Πριν ξεκινήσει το αλώνισμα έλυναν τα δεμάτια και σκορπούσαν μέσα στο αλώνι επαρκή ποσότητα από τα στάχια που επρόκειτο να αλωνιστούν.
Η διαδικασία του αλωνίσματος ξεκινούσε κατά τις δέκα η ώρα το πρωί κι αυτό για να προλάβουν τα ζώα να φάνε και επιπλέον για να ζεστάνει η μέρα και να αλέθονται, να αλωνίζονται τα στάχια.
Το αλώνισμα γινότανε από τον βωλόσυρο, μια ξύλινη κατασκευή με «δόντια» από ειδικές πέτρες για να κόβονται τα στάχια.
Ο βωλόσυρος συνδεότανε με το ζυγό με μια σιδερένια κατασκευή, τα γυνόλουρα.
Πάνω στο βωλόσυρο στεκότανε όρθιος ο αλωνάρης ο οποίος οδηγούσε μέσα στο αλώνι σε κυκλική πορεία τα βόδια. Επειδή ο βόδι που ήταν στη εσωτερική πλευρά του αλωνιού έκανε μικρότερες διαδρομές, ο αλωνάρης έπρεπε ανά διαστήματα να «αλλάζει τα βούγια», δηλαδή το βόδι που ήταν στη εσωτερική πλευρά να πάει στην εξωτερική και ανάποδα.
Ο αλωνάρης «οδηγούσε» τα βόδια κρατώντας ένα σκοινί που η μια του άκρη ήταν δεμένη στα κέρατα του ενός βοδιού και η άλλη στα κέρατα του άλλου βοδιού.
Ανά διαστήματα έπρεπε να «συμπαίνουν» το αλώνι, να προσθέτουν δηλαδή καινούργια στάχια και να ανακατεύουν το «μάλαμα», τα αλωνισμένα στάχια δηλαδή, ώστε να αλωνίζονται ομοιόμορφα. Οι δουλειές αυτές γινότανε με ένα διχαλωτό ξύλο, το «διχάλι».
Επειδή η εργασία κρατούσε μέχρι το απόγευμα, στη ντάλα του καλοκαιριού, έπρεπε οι αλωνάρηδες να εναλλάσσονται, να κάνει ο καθένας δηλαδή τη βάρδια του, τη «δούλα» του.
Μετά το αλώνισμα ακολουθούσε το λίχνισμα. Λίχνισμα είναι η διαδικασία διαχωρισμού του καρπού από τα άχυρα.
Για να γίνει η εργασία αυτή συγκεντρωνότανε τα αλεσμένα στάχια σε σωρό. Με το «θρυνάκι», ένα εργαλείο, τα πετούσαν ψηλά και με τον κατάλληλο αέρα τα άχυρα πηγαίνανε στην «αχερίστρα», ένα χώρο δίπλα στο αλώνι, ενώ ο καρπός έπεφτε, λόγω του βάρους του, μέσα στο αλώνι.
Μετά το λίχνισμα ο καρπός έπρεπε να καθαριστεί από τα άχυρα που δεν μπόρεσε να πάρει ο αέρας. Το καθάρισμα του καρπού γινότανε σε πρώτη φάση με το «βόλιστρα» που είχε μεγάλες τρύπες και σε δεύτερη φάση με το κόσκινο που είχε μικρές τρύπες.
Με το βόλιστρα ξεχώριζαν από τον καρπό τα «κόντυλα», τις αρθρώσεις που είχαν τα στάχια και δεν μπορούσε ο βωλόσυρος να τις αλέσει και με το κόσκινο ξεχώριζαν την ήρα και τους καρπούς των άλλων ζιζανίων, τα «σκύβαλα», όπως τα λέγανε.
Μετά το κοσκίνισμα, ο καρπός μεταφερότανε στην αποθήκη του σπιτιού, τον «μαγατζέ» για αποθήκευση συνήθως μέσα σε πιθάρια.
Τα άχυρα τα βάζανε σε μεγάλα τσουβάλια, τα «χαράρια» και τα μεταφέρανε στον αχυρώνα, τον «αχεριώνα», για να τα χρησιμοποιήσουνε τον χειμώνα ως ζωοτροφή των βοδιών.
Ο αχυρώνας ήταν συνήθως μέρος του στάβλου που χωριζότανε από αυτόν με τοίχο ύψους περίπου ενάμισι μέτρο.
Μέσα στον αχεριώνα αδειάζανε τα χαράρια με τα άχυρα και στη συνέχεια τα πατούσανε με τα πόδια τους προκειμένου να τα συμπιέσουν και να εξοικονομήσουνε χώρο.
Η διαδικασία αυτή γινότανε στο χωριό μας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 που έκαναν την εμφάνισή τους οι αλωνιστικές μηχανές.