Συγγραφέας: Καπελώνης Νίκος
Πηγή: http://vivi.pblogs.gr/
Πριν από τα σπιτοχτισίματα φρόντιζαν για τον ασβέστη. Σε μέρος που υπήρχαν κατάλληλες πέτρες, ασβεστόπετρες, ετοίμαζαν το ασβεστοκάμινο. Έσκαβαν κι άνοιγαν, στρογγυλού σχήματος λάκκο, βάθους τρία με τριάμισι μέτρα και διαμετρήματος γύρω στα τρία μέτρα. Ο λάκκος αυτός λεγόταν β υ θ ρ ί. Το βυθρί χτιζόταν γύρω-γύρω με πέτρες κι όταν έφτανε στο ύψος της επιφάνειας του εδάφους, σχημάτιζαν σχετικά μικρή τρύπα, το π ο ρ τ ά λ ι, από το οποίο με τα δ ι χ ά λ ι α θα έσπρωχναν τους θάμνους κατά το “ψήσιμο” του καμινιού.
Από ‘κει και πάνω το χτίσιμο γινότανε “κουρουπωτό” (θολωτό) κι έκλεινε στα δυο με τρία μέτρα ύψος. Πάνω στο θόλο αυτό πρόσθεταν αρκετές πέτρες κατάλληλες για να γίνουν ασβέστης.
Κατά το διάστημα που γινόταν οι παραπάνω δουλειές από τους χτιστάδες του καμινιού, άλλοι έκοβαν από τα γύρω “κλαδερά” (θαμνότοπους), αστιβίδες, ασπαλάθους, αχινοπόδους, αγκαραθιές, κατσοπρίνια και άλλα θαμνόφυτα με τα οποία σχημάτιζαν πατητές δεματές τις οποίες διαπερνούσαν με κονταρωτό γερό ξύλο. Το στήριζαν στον ώμο και τις κουβαλούσαν στο χώρο γύρω από το καμίνι. Συγκέντρωναν μεγάλες ποσότητες γιατί οι πέτρες του καμινιού για να ψηθούν και ν’ ασβεστοποιηθούν χρειάζονταν να καίει τρία με τέσσερα μερόνυχτα η φωτιά στο καμίνι.
Όταν όλα ήταν έτοιμα, έσπρωχναν με τα διχάλια αναμμένους αχινοπόδους μέσα και ταυτόχρονα άρχιζαν οι δυο άνθρωποι που βρίσκονταν από το ένα και το άλλο μέρος του πορταλιού, να τροφοδοτούν τη φωτιά, που ολοένα και θέριευε μέσα, με θάμνους που συνέχεια άλλοι πλησίαζαν κοντά τους από τους γύρω σωρούς.
Για το κάψιμο του ασβεστοκάμινου χρησιμοποιούσαν θαμνόφυτα που προκαλούν “λαβρουντάνα”, φλόγες για ψηλή θερμοκρασία, χωρίς να δημιουργείται μεγάλη ποσότητα “άθου” (στάχτης), η οποία θα γέμιζε το βυθρί, με αποτέλεσμα να μην χωρούν οι απαιτούμενες ποσότητες ξύλων για την ολοκλήρωση του ψησίματος. Τα συνεργεία των αντρών εναλλάσσονταν κατά διαστήματα στα πόστα τους, ενώ οι γυναίκες πρόσφεραν κυρίως μυζηθρόπιτες και ό,τι άλλο διάθεταν για συνοδεία της ρακής και του κρασιού που κερνούσαν στα ενδιάμεσα των γευμάτων.
Σ’ όλο το διάστημα που το καμίνι καιγόταν, έρχονταν από το χωριό παρέες από γυναίκες και άντρες για βοήθεια στους καμινιάρηδες.
Το κάψιμο κρατούσε τρία με τέσσερα μερόνυχτα, τα οποία χάριζαν υπέροχες στιγμές ψυχαγωγίας σ’ όλους τους συγχωριανούς, γιατί όλοι έπαιρναν μέρος και ιδιαίτερα κατά τις νύχτες οι οποίες συνοδεύονταν με διασκεδαστικές ιστορίες και αστεϊσμούς που σκορπούσαν χαρά και άφθονο γέλιο.
Στις αρχές ο καπνός που έβγαινε από τις αναμεσάδες των πετρών ήταν κατάμαυρος. Όσο όμως περνούσαν οι ώρες, μετά από δυο-τρία μερόνυχτα, άρχιζε να χάνει το σκούρο χρώμα. Όταν αργότερα έπαιρνε διάφανο ουρανί χρώμα, το καμίνι ήταν “ψημένο”. Έχτιζαν το πορτάλι τότε για να μείνει μέσα η πυρά της φωτιάς να ολοκληρώσει το έργο της.
Το καμίνι έμενε απείραχτο για μερικές μέρες ώσπου να κρυώσει. Τότε οι πέτρες του θόλου που είχαν ασβεστοποιηθεί, με χαλαρωμένη τη συναρμολόγησή τους, βούλιαζαν κι έπεφταν μέσα στο βυθρί. Μετά από μερικές μέρες όταν πια κρύωναν οι πέτρες, πήγαιναν οι καμινάρηδες και με σακιά κουβαλούσαν τον ασβέστη στους ασβεσTόλακκους για τις παραπέρα χρήσεις του.
Ήτανε μια κουραστική μα χαρούμενη δουλειά των αλλοτινών καιρών, που όμως, πέρασε κι αυτή στο χώρο της λησμονιάς των περασμένων εκείνων εποχών.