Όπως είναι γνωστό, το πεπτικό σύστημα των ζώων δεν είναι ανεπτυγμένο όπως αυτό των ανθρώπων, με συνέπεια να είναι ευαίσθητο σε κάθε αλλαγή τρόπου διατροφής.
Έτσι, λοιπόν, την Άνοιξη που οι βοσκοί «έβαζαν» τα πρόβατά τους να βοσκήσουν στα «χασίλια», στα χλωρά χόρτα που ήταν στην ανάπτυξή τους την εποχή εκείνη, συνήθως της Ταής, της Βρώμης, δηλαδή, που είχαν σπείρει το Φθινόπωρο, το πεπτικό σύστημα των ζώων «διαμαρτυρότανε» με συνεχείς διάρροιες, τσίλασμα το λέγανε, για την απότομη αλλαγή της διατροφής.
Το φαινόμενο της διάρροιας των προβάτων, εκτός από αντιαισθητικό, είναι συγχρόνως και ανθυγιεινό και, επιπλέον, υποβαθμίζει την ποιότητα του μαλλιού τους, στο παρελθόν βασική πρώτη ύλη ενδυμάτων και υφαντών.
Για να αντιμετωπίσουν αυτό το πρόβλημα, οι βοσκοί την Άνοιξη «κωλοκουρίζουν» τα πρόβατά τους πριν αυτά βοσκήσουν στα χλωρά χόρτα. «Κωλοκούρισμα» είναι το κούρεμα της ουράς και των οπισθίων του ζώου με σκοπό να μη «λερώνεται» από τη διάρροια που προκαλείται από τη βόσκηση σε χλωρά χόρτα.
Παράγωγο της λέξης αυτής, είναι, και η λέξη «κωλόκουρο» που σημαίνει το μαλλί που προέρχεται από το «κωλοκούρισμα». Ο χαρακτηρισμός αυτός συνήθως αποδίδεται και σήμερα σε εργολάβους, οι οποίοι εκδηλώνουν ενδιαφέρον συμμετοχής σε δημοπρασίες έργων του δημοσίου μόνο και μόνο για να εισπράξουν από τους άλλους μειοδότες ένα μικρό αντίτιμο προκειμένου να μη λάβουν μέρος στη δημοπρασία.