Φθινόπωρο, στο καφενείο του χωριού η συνηθισμένη για την εποχή συζήτηση για το πόσο ακριβύνανε φέτος οι ζωοτροφές, πόσο φτηνό είναι το κρέας και το γάλα και πως θα αντεπεξέλθουνε οι κτηνοτρόφοι στα αυξημένα φετινά έξοδα.
Κάποια στιγμή, ο Κωστής ο Ψηλός, γυρίζει και λέει:
- Δεν πάει στο διάολο. Για τις τροφές θα δουλεύω εγώ; Εγώ δεν θα αγοράσω φέτος καθόλου τροφές. Θα τα βάνω να τρώνε αστιβίδες κι ότι κάνουνε.
Τότε, δεν χάνει ευκαιρία ο Σήφης και του λέει:
- Θα τα βάνεις να τρώνε αστιβίδες; Ήντα έχεις; Δεν έχεις. Που τις έχεις;
- Καλά το λές, απαντάει ντροπιασμένος ο Κωστής, μηδέ από αυτές δεν έχω.