Στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, το διάστημα αμέσως μετά την απαγωγή του Στρατηγού Κράιπε, Διοικητή Κρήτης, από αντάρτες στο Ηράκλειο, οι Γερμανοί έψαχναν εναγωνίως τα ίχνη του.
Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, είχαν κάποια πληροφορία ότι τον Στρατηγό οι αντάρτες τον είχαν οδηγήσει μέσω Σαϊτουρών ή Σακτουρίων και Κρύας Βρύσης.
Η Κρύα Βρύση είναι χωριό της πρώην επαρχίας Αγίου Βασιλείου. Υπάρχει όμως και τοποθεσία με την ίδια ονομασία στην περιοχή Νύφης Ποτάμια του χωριού μας.
Οι αντάρτες πράγματι, όπως αποδείχθηκε πάλι εκ των υστέρων, είχαν περάσει τον Στρατηγό από τα Σακτούρια κι όχι από τις Σαϊτούρες.
Όλα αυτά βέβαια μαθεύτηκαν πολύ αργότερα. Ας γυρίσουμε όμως στην ιστορία μας.
Έχοντες, λοιπόν, αυτή τη συγκεχυμένη πληροφορία οι Γερμανοί, χαράματα ενός ανοιξιάτικου πρωινού περικύκλωσαν το χωριό μας, σήκωσαν τους ανθρώπους από τα κρεβάτια τους και τους ανάγκασαν να συγκεντρωθούν στην πλατεία του χωριού. Διέταξαν να σταθούν χωριστά οι άντρες και χωριστά οι γυναίκες.
Οι γυναίκες, όπως είναι αναμενόμενο, βλέποντας τους Γερμανούς με παρατεταμένα τα όπλα είχαν πανικοβληθεί, κάποιες μάλιστα κλαίγανε κιόλας.
Μεταξύ των γυναικών που κλαίγανε ήτανε κι η Χαλικορήνη, του Χαλικομανώλη η γυναίκα. Μόλις την είδε ο Χαλικομανώλης πως έκλαιγε, «της έσκασε» ένα χαμόγελο. Ένας Γερμανός στρατιώτης που είδε το χαμόγελο για να δώσει ίσως μεγαλύτερη σοβαρότητα στην επιχείρηση πλησίασε τον Χαλικομανώλη και του άστραψε ένα χαστούκι που το θυμότανε χρόνια.
Μετά τη συγκέντρωση και την ομαδοποίηση κατά φύλο των χωριανών άρχισαν να ρωτούνε οι Γερμανοί μέσω των διερμηνέων τους να τους πούνε που είναι η Κρύα Βρύση.
Κανείς δεν απαντούσε, ούτε άντρας, ούτε γυναίκα. Ο Μισαήλης, όμως, διαισθανόμενος τη σοβαρότητα της υπόθεσης και ξέροντας ότι στην τοποθεσία Κρύα Βρύση του χωριού μας δεν υπάρχει τίποτα ύποπτο, τόλμησε.
- Εγώ, ξέρω, απάντησε σε κάποια στιγμή.
Μόλις άκουσαν οι Γερμανοί την απάντηση δίνουνε εντολή σε μια ομάδα στρατιωτών να ακολουθήσουνε τον Μισαήλη για να τους δείξει που είναι η Κρύα Βρύση.
Έτσι, ξεκινά ο Μισαήλης να τους πάει στα Ποτάμια. Όταν μπαίνανε στα Ποτάμια, στο Φτεριάρη, βλέπουνε το σπιτάκι που ήτανε στο αμπέλι του Διονυσάκη. Επειδή είχε στρογγυλό σχήμα, νομίσανε ότι πρόκειται για πολυβολείο, ακροβολιστήκανε και με κυκλωτική κίνηση το … καταλάβανε.
Στη συνέχεια φτάσανε στην Κρύα Βρύση. Μόλις είδανε ότι ήτανε χωράφια και δεν υπήρχε τίποτα ύποπτο κι αφού ο Μισαήλης τους διαβεβαίωσε ότι αυτή είναι η Κρύα Βρύση που αυτός ξέρει, τον άφησαν ελεύθερο και έφυγαν.
Δεν είχαν όμως την ίδια τύχη οι χωριανοί που ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία. Αφού δεν απαντούσανε στις ερωτήσεις, πήρανε τους άντρες και συνοδεία, δρόμο – δρόμο, τους οδηγήσανε στο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος, στη Στρατώνα, δίπλα στο δημοτικό σχολείο.
Στη διαδρομή, ο Μανωλαράς, που δεν φημιζότανε για το υψηλό διανοητικό του επίπεδο, πλησιάζει κάποιους χωριανούς και τους λέει:
- Έχω στην τσέπη μου σφαίρες, τι να τις κάνω;
- Κάνε πως σκοντάφτεις και πέταξέ τις με τρόπο στα κλαδιά, του λένε.
- -Όχι, γιατί φοβούμαι πως θα με δούνε οι Γερμανοί, απαντά αυτός.
Εν πάση περιπτώσει, ο Μανωλαράς δεν ξεφορτώθηκε τις σφαίρες.Όταν φτάσανε στον Άγιο Κωνσταντίνο οι Γερμανοί κάνανε σε όλους σωματική έρευνα, βρήκανε τις σφαίρες στις τσέπες του Μανωλαρά, τον περάσανε για επαναστάτη, τον έδειραν σαν τον γάιδαρο μέχρι που κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται και τον παράτησαν.
Από τον Άγιο Κωνσταντίνο, στη συνέχεια οδήγησαν πεζούς τους άντρες του χωριού στην περιοχή Καμπανός, στη διασταύρωση δηλαδή της παλιάς εθνικής οδού Ρεθύμνου – Χανίων με τον δρόμο που οδηγεί στον Άγιο Κωνσταντίνο.
Από τον Καμπανό τους επιβίβασαν σε στρατιωτικά αυτοκίνητα και τους οδήγησαν στις φυλακές του Ρεθύμνου, στην Φορτέτζα.
Εκεί τους ανέκριναν περίπου 40 μέρες χωρίς αποτέλεσμα. Στο διάστημα αυτό λύθηκε η «παρεξήγηση» μεταξύ Σαϊτουρών και Σακτουρίων, οι Γερμανοί έμαθαν ότι ο Κράιπε είχε περάσει από τα Σακτούρια κι όχι από τις Σαϊτούρες και άφησαν τους άντρες του χωριού ελεύθερους.
Είναι γνωστό σε όλους ότι τα Σακτούρια οι Γερμανοί τα κάψανε εξαιτίας του γεγονότος ότι οι αντάρτες πέρασαν από εκεί τον Στρατηγό Κράιπε.