Τον Σήφη πήγανε μια φορά σε ένα προξενιό να δει μια κοπελιά. Όπως συνηθιζότανε, ο υποψήφιος πεθερός έκανε τραπέζι στον υποψήφιο γαμπρό και στους συγγενείς που τον συνοδεύανε. Στο τραπέζι, δίπλα στον υποψήφιο γαμπρό καθότανε ο αδερφός του.
Ο Σήφης, καθώς ήτανε λιγάκι ανατζούμπαλος, έτρωγε λαίμαργα, χωρίς να προσέχει και χωρίς να τηρεί τους στοιχειώδεις κανόνες του savoir vivre.
Ο αδερφός του, βλέποντάς τον να τρώει απρόσεκτα, κάθε λίγο και λιγάκι του έλεγε:
- Σήφη, μπρε, σέβου μη λαδωθείς.
Εν πάση περιπτώσει, το τραπέζι τελείωσε και ο Σήφης με τους συγγενείς του επέστρεψε στις Σαϊτούρες.
Μετά κάμποσες μέρες, ο προξενητής ρωτά τον υποψήφιο πεθερό πως του φάνηκε ο γαμπρός κι αν αποφασίσανε να ολοκληρωθεί το προξενιό.
- Ας τον μωρέ να πάει στο διάολο να μας –σε- λείπει, λέει στον προξενητή ο υποψήφιος πεθερός.
- Γιάντα; Τον ρωτά ο προξενητής.
- Ήντα γιάντα; Αυτός είναι θεομπούνταλος. Σα να του λέει ο αδερφός του κάθε λίγο και λιγάκι, σέβου Σήφη μη λαδωθείς.
Έτσι, ναυάγησε το προξενιό. Όμως, ο Σήφης δεν χάθηκε. Αργότερα βρήκε άλλη γυναίκα, παντρεύτηκε και έκανε πολύ καλή οικογένεια.