Δεν θα πρέπει να πήγαινα στο Δημοτικό, όταν ένα καλοκαιριάτικο απομεσήμερο πήγα στο σπίτι της γιαγιάς μου της Διονυσάκαινας (=της γυναίκας του Διονυσάκη) για να της κάνω παρέα.
Την βρήκα να κάθεται στην πάνω αυλή, την ανατολική, με τη συννυφάδα της τη Γιωργάκαινα (=τη γυνάκα του Γιωργάκη), πάνω σε δυο χοντρά κουτσούρια από κορμούς ελαιοδέντρων, που χρησίμευαν σαν καθίσματα, τοποθετημένα δεξιά κι αριστερά της πόρτας, κάτω από τον ίσκιο που απλόχερα τους παραχωρούσαν οι τοίχοι του σπιτιού.
- Έμαθες ήντα κάνει η Μανιατομανώλαινα, ρωτάει κάποια στιγμή τη συνομιλήτρια της η γιαγιά μου.
- Γιάντα, ήντα ‘παθενε;
- Δεν το μάθες; Από ντα προχτές κείτεται του λαβρατά, η κακομοίρα;
Κείτεται του λαβρατά; Ποιος είναι ο λαβρατάς, άρχισα να αναρωτιέμαι.
- Γιαγιά, που κείτεται; Τόλμησα την ερώτηση. Και γράφω τόλμησα, γιατί ο ισχύων, τότε, Κώδικας Καλής Παιδικής Συμπεριφοράς απαγόρευε δια ροπάλου στα παιδιά να διακόπτουν τους μεγάλους και να παρεμβαίνουν στις συζητήσεις τους.
- Στο σπίτι τζη, παιδί μου, απάντησε η γιαγιά μου.
Κείτεται του λαβρατά, κείτεται στο σπίτι τζη. Τι πάει να πει αυτό; Η αλήθεια είναι πως τίποτα δεν κατάλαβα, αλλά ούτε και τόλμησα δεύτερη διευκρινιστική ερώτηση.
Με την πάροδο των χρόνων άκουσα πολλές φορές τη φράση αυτή κι έμαθα ότι λέγεται στις περιπτώσεις που κάποιος είναι πολύ άρρωστος. Σημαίνει κάτι αντίστοιχο με τη φράση κείταιται του θανατά.
Εν πάση περιπτώσει, τα χρόνια κύλησαν, δεκαετίες πέρασαν από τότε, μα ακόμη και σήμερα δεν μου έχει λυθεί η απορία για το πως προήλθε αυτή η φράση και ποιος ήταν, επιτέλους, αυτός ο περιβόητος λαβρατάς…