Ο γέρο Φουντουλογιάννης ήτανε από τη φύση του, λένε, άνθρωπος λίγο ζηλιάρης. Επειδή την αδυναμία του αυτή την ήξερε ο Φλισκουνογιώργης, πάει μια μέρα στο καφενείο και λέει:
- Τα μάθατε, μωρέ; Ο Γκιουλάς έσκαφτενε στο σόχωρό του και βρήκενε ένα κουρούπι χρυσές λίρες.
- Ω, τον κερατά, λέει ο Φουντουλογιάννης, αλήθεια;
- Αλήθεια είναι, απαντά ο Φουντουλογιάννης.
Την επόμενη μέρα που ξανασυναντηθήκανε στο καφενείο λέει πάλι ο Φλισκουνογιώργης:
-Μα τον κερατά τον Γκιουλά, να βρει το κουρούπι με τις λίρες. Αυτός εδά θα γενεί πλούσιος. Μόλις τις πουλήσει θα εξαφανιστεί από το χωριό κι ο Θεός κατέχει που θα πάει.
- Είδες, είδες ο κερατάς, απαντά με στεναγμό ο Φουντουλογιάννης.
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα των χρυσών λιρών απασχόλησε τους θαμώνες του καφενείου για κάμποσες μέρες. Μια μέρα αποφασίζει ο Φλισκουνογιώργης ότι θα πρέπει να τελειώσει και να βρεθεί άλλο. Πάει, λοιπόν, στο καφενείο και λέει δυνατά, για να το ακούσουν όλοι και φυσικά ο Φουντουλογιάννης.
- Τα μάθατε; Τζάμπα πήρε τη χαρά ο Γκιουλάς με τις λίρες. Πήγε στη Χώρα και ρώτησε και του είπανε πως είναι κάλπικες.
Μόλις ακούει το καινούργιο νέο ο Φουντουλογιάννης παίρνει βαθειά εισπνοή ανακούφισης και λέει:
- Ε, μπορεί μωρέ μπάρεμου του κερατά, μπορεί!!
(Αφήγηση: Γιώργης Β. Παπαδάκης)