Ο Κωστής είχε ένα αυτοκίνητο SIMCA. Κάποια μέρα οδηγώντας το αυτοκίνητό του κατέβαινε από τα Ποτάμια στο χωριό με επιβάτες τον πατέρα του και τον Βαγγέλη.
Σε όλη τη διαδρομή, ο Κωστής μουρμούριζε και έλεγε, μεταξύ των άλλων, ότι εμείς είμαστε άτυχοι, γιατί δεν βρήκαμε περιουσία και λεφτά από τους γονείς μας, ενώ άλλοι βρίσκουνε σπίτια, οικόπεδα και ότι οι δικοί μας γονείς δεν αφήσανε τίποτα αξιόλογο κλπ.
Σε μια στιγμή, ο πατέρας του Κωστή, κουρασμένος από την πολλή μουρμούρα, του λέει:
- Εμείς, παιδί μου, μπορεί να μην σας αφήσαμε λεφτά, μα δεν σας αφήσαμε και χρέη.-