Ο Μιχελογιάννης δεν ήξερε καθόλου γράμματα. Μια φορά κυκλοφόρησε στο χωριό η πληροφορία ότι θα έρθει την τάδε ημέρα ένας κασάπης να γυρεύει κασάπικα έχνη (ζώα).
Η γυναίκα του Μιχελογιάννη δεν μπορούσε να κάθεται στο χωριό να περιμένει πότε θα έρθει, κι αν έρθει, ο κασάπης. Έπρεπε να πάει στο χωράφι να κάνει τις δουλειές της. Είπε, λοιπόν, στον άντρα της:
- Αύριο λένε πως θα έρθει ένας κασάπης. Αν τονε δεις, πέστου πως πουλούμενε τη γουρούνα τρακόσες δραχμές. Αν δεν σου δώσει τρακόσες δραχμές, μην του τη δώσεις, εκατάλαβες;
- Εκατάλαβα, λέει αυτός.
Πραγματικά τη συγκεκριμένη ημέρα έρχεται στο χωριό ο κασάπης. Μαθαίνει πως ο Μιχελογιάννης πουλεί μια γουρούνα, τον βρίσκει και του ζητά να του δείξει τη γουρούνα που πουλεί.
Κοιτάζει ο κασάπης τη γουρούνα, την ξανακοιτάζει και προσπαθεί να εκτιμήσει πόσα κιλά είναι και πόσα λεφτά κάνει.
- Σου δίνω πεντακόσιες δραχμές να μου δώσεις τη γουρούνα, λέει του Μιχελογιάννη.
- Ήντα λές, μωρέ, του απαντά εκείνος. Εγώ πουλώ τη γουρούνα τρακόσες δραχμές, όχι πεντακόσες. Αν δεν μου δώσεις τις τρακόσες δραχμές, δεν στη δίνω.
Καλά, εντάξει, λέει ο κασάπης. Αφού θέλεις τρακόσες δραχμές, πάρε τρακόσες.