Όταν έγινε η διάνοιξη του αγροτικού δρόμου από την Κάτω Βρύση να πάει στις Άμπελες, κάποιος χωριανός μας με τίποτα δεν δεχότανε να παραχωρήσει ένα μέρος από το χωράφι του για να περάσει ο δρόμος.
Όμως, αγνοώντας την απαγόρευσή του, ο Στελής ο Κουτουρούς, που ήτανε ο εργολάβος κατασκευής του έργου, έκοψε με το φορτωτή ένα κομμάτι χωράφι και πέρασε ο δρόμος.
Τότε ο χωριανός μας, φοβερά εκνευρισμένος, πήγε στην Αστυνομία και κατέθεσε μήνυση εναντίον του Στελή.
Ένα από τα επόμενα βράδια καθότανε ο Κουτουρούς με άλλους στο καφενείο της Διαμάντας και κρασοπίνανε. Με το που μπαίνει αυτός ο χωριανός μας στο καφενείο, ο Στελής, σαν να μην συμβαίνει τίποτα, τον προσκαλεί να κάτσει στην παρέα και να πιει κι αυτός ένα κρασί.
- Φχαριστώ, δεν θέλω, απαντά στην πρόσκληση ο χωριανός μας.
- Έλα να πιούμε ένα κρασί και δεν πειράζει πως μου ‘κανες μήνυση. Άλλη η μια δουλειά κι άλλη η άλλη, επιμένει ο Στελής.
- Φχαριστώ, Στελή ανταπαντά ο χωριανός μας. Εδά έφαγα στο σπίτι γιγούρτη και δε θέλω.