Ο Φλισκουνογιώργης είχε φυτεμένο περβόλι στα Ποτάμια, στου Πορδέ τσι Πάτους. Πάει ένα πρωί να το ποτίσει, κι ήντα να δει!! Οι ντομάτες που είχε δει την προηγούμενη μέρα είχαν εξαφανιστεί, κάποιος τις είχε κόψει.
Κάθεται ο Γιώργης, σκέφτεται ποιος να το ‘χε κάνει, τίνος να ‘τανε δουλειά. Κάποια στιγμή του έρχεται η ιδέα:
Καθώς ερχότανε είχε δει τον γέρο Καρτσώνη να ποτίζει στο περβόλι του που ήτανε καμιά εκατοσταριά μέτρα παρακάτω. Επειδή είχε και τη φήμη πως ακροκλεφτούριζενε, μάλλον θα ‘τανε δουλειά του.
Ξεκινά, λοιπόν, ο Φλισκουνογιώργης να πάει στο περβόλι του Καρτσώνη να κάνει «αυτοψία». Φτάνει στο περβόλι, του πιάνει την κουβέντα, ενώ συγχρόνως ψάχνει με τα μάτια του να δει που μπορεί να τις έχει κρυμμένες.
Δεν αργεί να διαπιστώσει ότι οι ντοματιές του Καρτσώνη ήτανε ασυνήθιστα φορτωμένες καρπό. Σκύβει, πιάνει μια ντομάτα και βλέπει πως ήτανε κομμένη. Πιάνει μια άλλη, κι αυτή κομμένη.
- Μπάρμπα Κωστή, ρωτά τον Καρτσώνη, μα γιάντα οι ντομάτες σου είναι κομμένες;
- Άτσι (άσε τις) κειά, διαόλου γιε, άτσι, μα δε σε πειράζουνε, απαντά ο Καρτσώνης.