Ο Γιώργης ο καφετζής κι ο Ανδρέας του Κρασά, συχνά – πυκνά τα καλοκαίρια το μεσημέρι όταν εσταλίζανε, εσμίγανε στου Προκοποστελή το σπιτάκι, στα Ποτάμια, καθότανε κατάχαμα, πάνω σε κάτι παλιόσακους και παλιοχλαίνες που είχανε για το σκοπό αυτό, ανοίγανε τα βουργιάλια τους κι ετρώγανε μαζί τα φαγητά που κρατούσε ο καθένας.
Το κρασί φυσικά δεν έλειπε. Ανά διαστήματα κρατούσε ο καθένας από το σπίτι του ένα κανιστράκι ή ένα μπουκάλι, το κρύβανε στα παλιόρουχα που υπήρχανε στο σπιτάκι και το πίνανε.
Ένα μεσημέρι, ανακαλύπτουνε ότι είχε παραπέσει ένα μισογεμάτο μπουκάλι κρασί που το είχανε ξεχασμένο από καιρό. Ανοίγουνε το μπουκάλι, το μυρίζονται και λέει ο ένας:
- Ω, του δαιμόνου το πράμα, εξύδιασενε. Να το πετάξομε να πάει στο διάολο.
- Για να δω, του λέει ο άλλος.
-
Πιάνει το μπουκάλι κι ο άλλος, το μυρίζεται και λέει:
- Δεν είναι μωρέ σιοξυδιασμένο. Κρίμα είναι να το πετάξομε. Άστο, το απόγευμα θα περάσει ο μπάρμπα Κώστας να του το δώσομε και μπορεί να το πιει αυτός.
Πραγματικά το απόγευμα περνά ο μπάρμπα Κώστας καβάλα στο μουλάρι του.
- Μπάρμπα Κώστα, του λέει ο ένας, έπαε έχουμε μια ουλιά κρασί, μα μεζέ δεν έχομε.
Πιάνει ο μπάρμπα Κώστας το μπουκάλι το κρασί που του δώσανε, πίνει μια ρουφέ και λέει:
- Έχει αυτό και μεζέ κι απ’ ούλα έχει!!