Ο Χατζηδογιώργης είχε φραμμένα τα οζά του στα Ποτάμια, στου Πατελάρου. Κάποιος, όμως, περνούσε από το χωράφι και πατούσε τους φράκτες με αποτέλεσμα να πορίζουν τα οζά.
Ο Χατζηδογιώργης είχε απογοητευτεί. Μια μέρα λέει σε ένα χωριανό:
- Τα οζά έχω φραμμένα στου Πατελάρου και περνά κιανείς κερατάς και μου πατεί τσι φράκτες και μου πορίζουνε. Κατέω εγώ ήντα θέλει. Πρέπει να κάτσω κιαμμιά μέρα να τονε πετύχω και να τονε μαναροκόψω σαν την καρπούζα. Μα απού φοβούμαι και τη χαψάνα!!
(Χαψάνα = Η φυλακή).