Ένα καλοκαίρι, λέει, ο Μισαήλης είχε παρέα στο σπίτι του και κρασοπίνανε. Πάνω στην ευθυμία τους, οι καλεσμένοι του αρχίσανε, κατά το κακό συνήθειο της τότε εποχής να πετούνε τα κρασοπότηρα χάμω και να τα σπούνε.
- Αθουλιά, λέει ο Μισαήλης στη γυναίκα του, φέρε μας ποτήρια.
Τι να κάνει η Αθουλιά, τους φέρνει άλλα ποτήρια. Σε λιγάκι, πάλι, το ίδιο βιολί.
- Αθουλιά, λέει ξανά ο Μισαήλης, φέρε μας ποτήρια.
- Θα σας σε φέρω, του λέει η Αθουλιά.
Σε λιγάκι παρουσιάζεται στο τραπέζι η Αθουλιά κρατώντας κολοκυθάκια ξεκουφωμένα.
- Ήντα ‘ναι, τούτα να; τη ρωτάει ο Μισαήλης.
- Ήντα θα σας σε κάμω, απαντά η Αθουλιά. Εσπάσετε ούλα τα ποτήρια, δεν έχω άλλα, που θα τα βρω; Πίνετε εδά από τα κολοκύθια.