Το σκαμπίλι είναι ένα παλιό τεχνικό παιχνίδι που παίζεται με τα χαρτιά "η πρέφα θέλει υπομονή και το σκαμπίλι τέχνη" έλεγαν, είναι παιγνίδι της τράπουλας δηλαδή, που σήμερα δεν το παίζουνε. Παίζεται με τα χαρτιά του εξήντα έξι, από δυο ή τέσσερα ή και ακόμη έξι άτομα, το λεγόμενο εξασκάμπιλο κι έχει γούστο με τα γνεψίματα που σκαρφίζονται οι παίχτες.
Τα παλιά χρόνια το σκαμπίλι παιζότανε πολύ στα καφενεία του χωριού μας στις ατέλειωτες βροχερές χειμωνιάτικες νύχτες. Καθώς οι παίκτες παίζανε το σκαμπίλι πίνανε συγχρόνως και το κρασάκι τους συνοδευόμενο με το απαραίτητο μεζεδάκι. Τι μεζεδάκι δηλαδή, μην φανταστείτε σπουδαία πράγματα. Λίγες ελιές παστές δακοτρυπημένες, κανένα ξερό κομμάτι ψωμί και καμιά ρέγγα τσουδισμένη με τη φλόγα κάποια κιτρινισμένης από το χρόνο εφημερίδας ή κάποιου χασαπόχαρτου.
Βέβαια, για να έχει ενδιαφέρον το παιγνίδι έπρεπε να υπάρχει και έπαθλο για τους νικητές. Όμως, λόγω της «στενότητας» της εποχής το έπαθλο δεν έπρεπε να καταστρέφει οικονομικά τους ηττημένους γιατί την επόμενη νύκτα δεν θα ξαναπαίζανε.
Υπήρχε, λοιπόν, η συμφωνία ότι οι χαμένοι θα πληρώνουνε το μεζέ και οι κερδισμένοι τα ποτά. Ουσιαστικά, δηλαδή, το ίδιο έκανε αν κάποιος έχανε ή κέρδιζε γιατί η κρασοκατάνυξη μετατρεπότανε σε ρεφενέ.
Ο χωριανός μας ο Δημήτρης ο Βογιατζιδάκης, ο γνωστός ως Παντελιδοδημήτρης, είχε τη φήμη ότι ήτανε πολύ σφικτοχέρης.
Ένα χειμωνιάτικο βράδυ της δεκαετίας του 1950 καθότανε στο καφενείο του Βαρδάκη του Αντρέα, του Βαρδαντρέα, στην Κάτω Βρύση στο χωριό μας μια παρέα έξι άτομα και αποφασίσανε να παίξουνε σκαμπίλι. Μεταξύ αυτών ήταν ο Παντελιδοδημήτρης, ο Μαρκιδογιώργης, ο Χαλικομανώλης, ο Πολογιώργης και άλλοι. Πριν ξεκινήσει το παιγνίδι, η παρέα συμφώνησε να πληρώσουνε οι χαμένοι το μεζέ και οι κερδισμένοι τα ποτά.
Μόλις ξεκινά το παιγνίδι, παραγγέλνει ο Χαλικομανώλης ένα καφέ για να πιει. Μόλις πίνει τον καφέ, παραγγέλνει και δεύτερο.
Ο Παντελιδοδημήτρης, εν τω μεταξύ, αρχίζει να ανησυχεί και να προβληματίζεται πόσους καφέδες μπορούσε να πιει ο Χαλικομανώλης, γιατί οι καφέδες, σύμφωνα με τους όρους του παιγνιδιού, χρεωνότανε στο λογαριασμό της παρέας και έπρεπε να τους πληρώσουν οι κερδισμένοι.
Δεν πέρασε πολύ ώρα από τότε που τέλειωσε το δεύτερο καφέ και ο Χαλικομανώλης παραγγέλνει και τρίτο. Ε, τότε δεν άντεξε άλλο ο Παντελιδοδημήτρης και λέει του καφετζή:
-Αντρέα, ας πάει στο διάολο, σε άλλο λογαριασμό οι καφέδες!