Η ΑΠΑΓΩΓΗ

Ιστορίες από τα παλιά χρόνια.

Η ΑΠΑΓΩΓΗ

Δημοσίευσηαπό vangelisk » 29 Ιούλ 2009, 13:19

Μια εκούσια απαγωγή κοπέλας συγχωριανής μας σημειώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1940 από παλληκάρι κάτοικο κοντινού χωριού. Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης που, όμως, δεν είχε τη συγκατάθεση των γονιών της κοπέλας για να οδηγηθεί στα σκαλιά της Εκκλησίας. Φυσικά ονόματα για ευνόητους λόγους δεν πρόκειται να αναφέρουμε, τα ονόματα εξάλλου είναι γνωστά στους περισσότερους χωριανούς μας, αλλά η ιστορία είναι πέρα για πέρα αληθινή και προέρχεται από έγκυρη πηγή, από αφήγηση ανθρώπου που συμμετείχε στην «επιχείρηση».

Επειδή οι γονείς της κοπέλας γνώριζαν το ειδύλλιο και φοβόντουσαν την απαγωγή, υποχρέωσαν την κοπέλα να πάει στο Ατσιπόπουλο και να μένει στο σπίτι μιας θείας της. Ο λόγος που επιλέχθηκε το Ατσιπόπουλο ήταν ότι εκεί υπήρχε Σταθμός Χωροφυλακής και κατά συνέπεια θωρούνταν δυσκολότερη η πραγματοποίηση της απαγωγής.

Θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι εκείνα τα χρόνια του Εμφυλίου Πολέμου, αμέσως μετά την Γερμανική Κατοχή, η αναρχία βασίλευε παντού, οι άνθρωποι κυκλοφορούσαν οπλισμένοι και η παρουσία της τότε Χωροφυλακής ήταν σχεδόν διακοσμητική.

Με κάποιο, λοιπόν, τρόπο το παλληκάρι συνεννοήθηκε με την κοπέλα για τον χρόνο και τον τρόπο της επικείμενης απαγωγής προκειμένου η ίδια να διευκολύνει την οργάνωση της επιχείρησης.

Πραγματικά, το βράδυ που είχε σχεδιαστεί η «επιχείρηση» η κοπέλα που έμενε στο σπίτι μόνο με τη θεία της και μάλιστα, για λόγους «ασφαλείας», κοιμόντουσαν στο ίδιο κρεβάτι, είχε «ξεχάσει» ξεκλείδωτη την εξώπορτα και είχε κρεμάσει τα ρούχα που θα έπαιρνε μαζί της πίσω από την πόρτα.

Από την πλευρά του, το παλληκάρι έχοντας παρέα περίπου δέκα οπλισμένους φίλους και συγγενείς έφτασε κατά τα μεσάνυχτα, φυσικά με τα πόδια, στο σπίτι που έμενε η κοπέλα στο Ατσιπόπουλο.

Ένας από αυτούς, ο πιο δυνατός και σβέλτος, άνοιξε την πόρτα, πήγε κατευθείαν στο κρεβάτι που κοιμόντουσαν οι δυο γυναίκες, πλάκωσε τη θεία, της έκλεισε το στόμα με τα χέρια του για να μη φωνάζει, ενώ οι άλλοι της παρέας άρπαξαν την κοπέλα και τα ρούχα της και την «ανάγκασαν» να τους ακολουθήσει.

Φυσικά η κοπέλα «έκανε» πως δεν ήθελε, «βοήθεια, βοήθεια που με πάτε, έλεγε».

Αφού απομάκρυναν την κοπέλα με τη «βία», το ζευγάρι ξεκίνησε με τα πόδια, φυσικά, για να πάει στο Ρέθυμνο και οι υπόλοιποι, με τα πόδια φυσικά και αυτοί, για να πάει ο καθένας στο χωριό του.

Στο σπίτι της θείας παρέμεινε ένας από τους απαγωγείς που την κρατούσε με το στόμα κλειστό για μην αρχίσει να ουρλιάζει και πλακώσουν οι Ατσιπουλιανοί και οι Χωροφύλακες.

Αφού πέρασε περίπου μισή ώρα που το ζευγάρι κι οι απαγωγείς είχαν απομακρυνθεί από το Ατσιπόπουλο κι είχαν χαθεί στο σκοτάδι, αυτός που είχε μείνει με τη θεία εξαφανίστηκε και αυτός.

Μόλις η θεία απελευθερώθηκε, άρχισε να ουρλιάζει και να ξεσηκώνει στο πόδι το χωριό. Άρχισαν να κτυπούν τις καμπάνες για να ξυπνήσουν όλοι και να κυνηγήσουν τους απαγωγείς.
Όταν η παρέα των απαγωγέων έφτανε στη Γωνιά, συναντήθηκε τυχαία με ένα περίπολο Χωροφυλάκων.
- Που πάτε βρε παιδιά νυχτιάτικα, τους ρώτησαν;
- Στη Χώρα είμασταν γιατί είχαμε δικαστήριο, άργησε να τελειώσει το δικαστήριο και νυχτωθήκαμε, τους απάντησαν.

Τελικά η απαγωγή είχε αίσιο τέλος, το ζευγάρι, παρά την αντίθεση των γονιών της νύφης, παντρεύτηκε και, όπως στα παραμύθια, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
vangelisk
 
Δημοσιεύσεις: 612
Εγγραφή: 24 Αύγ 2007, 12:26
Τοποθεσία: Ρέθυμνο

Επιστροφή στο Ιστορίες

Μέλη σε σύνδεση

Μέλη σε αυτή την Δ. Συζήτηση: Bing [Bot] και 17 επισκέπτες

cron