Ο Γιώργης ο Καρτσώνης, ο γνωστός με το παρατσούκλι Κασάπης, ήτανε μια βραδια στο σπίτι της ξαδέρφης του της Ψυλλιάς.
Το σπίτι της Ψυλλιάς ήταν η σημερινή αποθήκη που χρησιμοποιεί η Εκκλησία.
Σε κάποια στιγμή κάποιος άρχισε να πετά με τα τσουβάλια πέτρες στήν πόρτα της Ψυλλιάς.
Ο Κασάπης, επειδή ήτανε νύκτα, δεν βγήκε έξω να δει ποιος πετούσε τις πέτρες. Υποψιάστηκες, όμως, ότι ο δράστης πρέπει να ήτανε ο Χαλικοκωστής. Δεν ήτανε όμως και σίγουρος και ήθελε να το παραδεχτεί ο ίδιος για να τον στραπατσάρει.
Την επόμενη το πρωί συναντιούνται στην πλατεία ο Κασάπης με τον Χαλικοκωστή.
Μόλις τον βλέπει ο Κασάπης τρέχει, τον πιάνει από τον μπέτη και του λέει:
- Γιατί μωρέ πετούσες χθες βράδυ πέτρες στην πόρτα της ξαδέρφης μου της γουρσούζας;
- Όχι, Γιώργη, σου ορκίζομαι, δεν ήμουνα εγώ, απαντά φοβισμένος ο Χαλικοκωστής.
- Μπρε κάνε το καλά κι ας μην το κανες κιόλας, συνεχίζει ο Κασάπης.
- Δεν ήμουνα εγώ, Γιώργη, απαντά ξανά ο Χαλικοκωστής.
Εν πάση περιπτώσει, αφού ο Χαλικοκωστής δεν το παραδέχθηκε, λόγω αμφιβολιών τον παρατάει ο Κασάπης.
Οι άλλοι που παρακολουθούσαν τη σκηνή, αναρωτιώτανε τι εννοούσε ο Κασάπης με τη φράση "Κάνε το καλά κι ας μην το κανες κιόλας". Κάποιος, λοιπόν, μετά μερικές μέρες τον ρώτησε τι εννοούσε.
- Εννοούσα να παραδεχθεί ότι το έκανε κι ας μην το είχε κάνει, για να μου δώσει την ευκαιρία να τον δείρω, απάντησε ο Κασάπης.