Ο Βαγγέλης ο Τσιγαράς από τα Ρούστικα ερχότανε κάθε πρωί στο χωριό και έπαιρνε το γάλα για το τυροκομείο του.
Μια φορά, λοιπόν, την ώρα που ο Βαγγέλης ζύγιαζε το γάλα του Κωστή του Ψηλού, ο Κωστής λέει στον διπλανό του:
- Ξάνοιξε τα χέρια του Βαγγέλη πως είναι, σαν το μπαμπάκι. Ξάνοιξε και τα δικά, γεμάτα κοψίματα και τσίτες.
- Εμένα δουλεύει το μυαλό μου, απαντά ο Βαγγέλης.
- Δηλαδή εμένα δεν δουλεύει το δικό μου, ε; απαντά ο Κωστής.