Τα γλυκά και τα ζαχαρωτά ανέκαθεν αρέσανε στα μικρά παιδιά. Αυτό δεν σημαίνει ότι ήτανε πάντα και διαθέσιμα.
Τα πολύ παλιά χρόνια αν κάποιο παιδί πήγαινε σε κάποιο σπίτι και το κερνούσανε καρύδια ή αμύγδαλα, αυτό ήτανε μεγάλη υπόθεση. Η σπανιότητα δίνει την αξία!!
Σιγά - σιγά άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και τα ζαχαρωτά. Μην φανταστείτε πολλά πράματα. Καραμέλες και σοκολάτες.
Οι καραμέλες ήτανε τυλιγμένες σε χαρτάκια που γράφανε κάποιο τετράστιχο, μαντινάδες, γι’ αυτό και τις λέγανε «Να σε κεράσω μια μαντινάδα;» και οι σοκολάτες ή τσοκολάτες κυκλοφορούσανε χύμα σε σχήμα μαργαρίτας, γι’ αυτό τις λέγανε και «μαργαρίτες».
Όταν τύχαινε κάποια νοικοκυρά να έχει αγοράσει τέτοιου είδους γλυκίσματα έπρεπε να τα καταχωνιάσει στα έγκατα της γης, γιατί αλλιώς «δεν ‘θελα ξημερωθούνε», δεν θα τις άφηναν, δηλαδή, τα παιδιά της να φτάσουν μέχρι το πρωί γιατί θα τις έτρωγαν.
Η μοναδική ευκαιρία να φάει κάποιο παιδί καραμέλα ή σοκολάτα, λόγω της σπανιότητας των προϊόντων αυτών, ήταν να έρθει κάποιος επισκέπτης στο σπίτι, να «ξεχώσει» η μαμά στα κρυφά τα γλυκίσματα, να κεράσει τον επισκέπτη και … για χάρη του βασιλικού ,να ποτιστεί κι η γλάστρα, δηλαδή να κεραστεί και το μικρό κοπέλι.
Του Βαγγέλη του αρέσανε πολύ τα γλυκά και τα ζαχαρωτά. Για να τα εντοπίσει στο σπίτι τους διοργάνωνε ολόκληρες επιχειρήσεις έρευνας και εντοπισμού. Όμως, οι επιχειρήσεις αυτές σπάνιες είχαν επιτυχία, αφού η απόκρυψη προσαρμοζότανε συνεχώς στα νέα δεδομένα της έρευνας.
Όταν, λοιπόν, ερχότανε κάποια θεία επισκέπτης στο σπίτι, ο Βαγγέλης έτριβε τα χέρια του από χαρά.
- Ωραία, σκεφτότανε. Τώρα θα κεράσει η μαμά τη θεία και, κατά συνέπεια, θα κεράσει κι εμένα.
Όταν, όμως, η ώρα περνούσε και η μάνα του δεν έκανε καμιά κίνηση για να κεράσει τη θεία, ο Βαγγέλης ανησυχούσε. Πλησίαζε τη μάνα του και της ψιθύριζε στο αυτί:
- Μαμά, κέρασε τη θεία γιατί πάει άσκημα!!!