Ο πατέρας της Χριστίνας της οδοντογιάτρισας λέει μια μέρα στο καφενείο:
- Εκέ, στα σοχωριά, στην κάτω πάντα έχω κάτι συκιές κι είναι οι παντέρμες φορτωμένες σύκα. Η μια κιόλας έχει κάμει ένα σύκο που είναι σαν ένα ψωμί. Αφού, να σκεφτείτε, για να μη σπάσει το κλαδί από το βάρος του ‘βαλα φορτωτήρα να το σηκώνει.
- Μπρε, του απαντά ο Χατζηδομανώλης, μικιές – μικιές τσι κόβε να τσι πιστεύομε!