Ένα βράδι του χειμώνα ο Μανουσαράς πήγε για επίσκεψη, για βεγγέρα, στο σπίτι της ξαδέρφης του της Αντιόπης στο χωριό μας. Στο σπίτι, εκτός από την Αντιόπη, μένανε και μερικές ακόμη αδερφές της που δεν είχανε ακόμη παντρευτεί.
Η ώρα περνούσε και ο Μανουσαράς δεν έδειχνε καμιά διάθεση να φύγει. Κάποια στιγμή, κατά τα μεσάνυκτα, ο Μανουσαράς λέει:
- Ε, να φύγω κι εγώ να κοιμηθείτε.
- Κάτσε Μανούσο, του λέει από ευγένεια η Αντιόπη, μα νύκτα είναι.
- Ε, ας κάτσω, λέει ο Μανουσαράς.
Περάσανε δυο ώρες, Ο Μανούσος ακόμη να φύγει. Σε κάποια στιγμή ξαναλέει:
- Ε, να φύγω κι εγώ να κοιμηθείτε.
- Κάτσε Μανούσο, του ξαναλέει από ευγένεια η Αντιόπη, μα νύκτα είναι.
Για να μην τα πολυλογούμε, ξημέρωσε κι ο Μανούσος ακόμη δεν είχε φύγει. Σε κάποια στιγμή διαπιστώνει ότι ξημέρωσε και λέει:
- Ε, να φύγω δα μα εξημέρωσε.
- Φύγε Μανούσο μα ώρα σου είναι, του απαντάει η Αντιόπη.