Η χαρά του Κωστή του ψηλού ήτανε να συναντήσει στο καφενείο τον μπάρμπα Χρήστο τον Καψάλη και να αρχίσει να τον πειράζει, να τον μασκαρεύεται όπως λέγανε παλιά το πείραγμα.
Η αλήθεια είναι ότι ο μπάρμπας Χρήστος ήτανε εύκολος στόχος. Ήρεμος, πράος και θυμόσοφος καθώς ήτανε, δεν κρατούσε κακία στον Κωστή, ακόμη κι όταν εκείνος του "έβγαζε χοντρό το αλεύρι". Το πολύ - πολύ που μπορούσε να του πει ήταν το αμίμητο:
- Λυπούμαι σε, παιδί μου, γιατί δεν είναι από δικό σου, μα ήντα να σου κάνω;
Μια φορά, λοιπόν, ο Κωστής είχε περιλάβει στο καφενείο τον μπάρμπα Χρήστο κι άρχισε να του απαριθμεί τις αγροτικές εργασίες που έπρεπε να έχει ήδη κάνει:
- Οι χαρουπές σου στο Κεφαλούρι θέλουνε ράβδισμα, οι ελιές σου στα Πλάγια στρώσιμο, τα ξύλα που έχεις κόψει για το χειμώνα θέλουνε κουβάλημα στο σπίτι κι εσύ κάθεσαι στα καφενεία, του έλεγε.
- Εγώ, παιδί μου, ότι μπορώ κάνω, υποχρεώσεις δεν έχω. Έχω αποκαταστήσει τα παιδιά μου. Μακάρι κι εσύ να αποκαταστήσεις τα δικά σου παιδιά, όπως αποκατάστησα εγώ τα δικά μου, απάντησε ο μπάρμπα Χρήστος.
-'Ήντα εσύ τα αποκατάστησες; Ο Θεός τα αποκατάστησε, ανταπάντησε ο Κωστής.