Τα κάλαντα τα λέγανε πάντα μόνο τα παιδιά του Δημοτικού στις γιορτές των Χριστουγέννων. Τα λέγανε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και των Φώτων.
Τα παιδιά χωριζότανε σε παρέες των δύο ατόμων, έπαιρναν ένα μεταλλικό ντενεκέ που του είχαν βάλει ένα σύρμα για χερούλι και πρωί – πρωί ξεκινούσαν.
Άρχιζαν από την άκρη του χωριού, από το Περαχώρι, και συνέχιζαν μέχρι το Κατοχώρι.
Δεν άφηναν σπίτι που να μην «τα πούνε». Οι νοικοκυράδες ήτανε υποχρεωμένες να ανοίξουνε τις πόρτες τους, να επιτρέψουνε στα παιδιά να «τα πούνε» και να τα φιλοδωρήσουνε.
Επειδή λεφτά δεν υπήρχαν, το φιλοδώρημα ήταν σε «είδος». Οι νοικοκυράδες βγαίνανε με το μπουκάλι το λάδι κι εβάζανε «μια στάξη» στον ντενεκέ των καλαντριστάδων.
Ο λόγος είναι ότι όχι μόνο τα λεφτά ήτανε λίγα, μα και το λάδι, χρυσάφι το λέγανε τότε, ήτανε λίγο. Τις ελιές που οι περισσότερες ήτανε «Τσουνάτες», άσε που δεν τις άφηνε ο δάκος, μα κι όσες άφηνε έπρεπε να τις μαζέψουνε από χάμω, με τα χέρια. Τότε δίκτυα ελαιοσυλλογής δεν υπήρχανε κι η καλή μαζώχτρα από ήλιο σε ήλιο, από το πρωί μέχρι το βράδυ δηλαδή, μάζευε το πολύ ένα τσουβάλι ελιές.
Ευτυχώς που οι μανάδες βάζανε λίγο παραπάνω λάδι στα παιδιά τους, γιατί αλλιώς…
Αν το ζευγάρι των καλαντριστάδων μάζευε συνολικά πάνω από δυο κιλά, μαζί με το λάδι που βάζανε οι μανάδες του, ήτανε μεγάλη επιτυχία.
Όταν τέλειωνε τώρα η γύρα του χωριού, έπρεπε να πουληθεί το λάδι. Στο χωριό οι καφετζήδες το αγοράζανε και δίνανε λεφτά σπαρταριστά.
Μα τα λεφτά, τι θα τα κάνανε τα παιδιά; Δεν υπήρχε μαγαζί που να πουλά παιγνίδια στο χωριό. Άσε που το λάδι το αγοράζανε μια δραχμή φτηνότερα από τα Ρούστικα και επιπλέον στα Ρούστικα πουλούσανε και παιγνίδια.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, όταν τέλειωνε η γύρα του χωριού, ξεκινούσαν οι παρέες, κρατώντας τα ντενεκάκια με το λάδι, και πηγαίνανε στα Ρούστικα από τον παλιό δρόμο να το πουλήσουνε του Τσιγαρά.
Άμα το πουλούσανε και παίρνανε τα λεφτά, πηγαίνανε στην Παράγκα (περίπτερο) του γέρο Τσιγαρά που ήτανε τυφλός αλλά ήξερε το κάθε πράγμα που το είχε και θυμότανε και πόσο το πουλά.
Ο γέρο Τσιγαράς, λοιπόν, είχε κάθε λογής παιγνίδια της εποχής, εκείνης βέβαια.
Εξαργυρώνανε, λοιπόν, τα παιδιά τα κάλαντα σε παιγνίδια και χαρούμενα επέστρεφαν στο χωριό.
Ευτυχώς που υπήρχε το έθιμο των καλάντων και αγόραζαν τα παιδιά κανένα δώρο τα Χριστούγεννα, γιατί δυστυχώς ο Άη Βασίλης τα ξεχνούσε μονίμως.