Οι ποσότητες ελαιολάδου που παρήγαγε το χωριό μας ανέκαθεν δεν ήταν μεγάλες. Έφταναν για τη διατροφή των κατοίκων του και με οικονομίες περίσσευαν κάποιες μικρές ποσότητες για πώληση.
Το λάδι, όπως και σήμερα, παραγότανε στην πλειοψηφία του από ελιές Τσουνάτες και σε μικρές ποσότητες από ελιές Λιανολιές.
Το λάδι ανέκαθεν για το χωριό μας είχε τεράστια αξία και σημασία. Οι συνηθισμένες του χρήσεις ήταν: α) για τις ανάγκες διατροφής, β) σαν φωτιστική ύλη για το άναμμα των λυχναριών, γ) ως μέσο συναλλαγής, αντί χρημάτων, δ) ως ποινική ρήτρα σε προσύμφωνα για αθέτηση υπόσχεσης σύναψης συμβολαίου, ε) ως μέσο αποταμίευσης, στ) μέσο για να πάρουνε δανεικά «θα σε πλερώσω ση βεντέμα στο λάδι».
Κάθε καλοκαίρι υπήρχε έντονη ανησυχία και προβληματισμός για το αν θα υπάρξει παραγωγή λαδιού την προσεχή ελαιοκομική περίοδο. Αν οι ενδείξεις ήταν αρνητικές, έλεγαν:
«Οφέτος δεν θα βγάλομε λάδι μηδέ για το λύχνο».
Υπήρχαν, βέβαια, και παροιμίες σχετικές με το λάδι, όπως:
«Δώσε μου ψωμί και λάδι κι άστονε κι ας αλαργάρει», υποτίθεται πως έλεγε ο σκύλος στο αφεντικό του για το λαγό.
«Λάδι, λάδι κι όχι μπουρμπουλίτες, μπουτσουναρόνερα», για τη σύγκριση λαδιού – κρασιού.
Το λάδι που περίσσευε στην οικογένεια φυλασσότανε στις αποθήκες, στα κατώγια και στους μαγαζέδες, σε πιθάρια στην αρχή κι αργότερα σε Ντίνες, δοχεία από γαλβανισμένο μέταλλο.
Αν οι αποθηκευμένες ποσότητες ήταν μεγάλες, τις μετέφεραν στον έμπορα για πώληση. Η μεταφορά γινότανε με ασκιά, που φτιάχνονταν από προβιές προβάτων, φορτωμένα σε γαϊδουρακια με μεγάλο κίνδυνο να τρυπήσουν στη μεταφορά και να χυθεί το λάδι.
Τις ποσότητες του λαδιού που παρέδιδαν στον έμπορα δεν τις πωλούσαν. Η πώληση του λαδιού γινότανε μόνο σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, δεν γινότανε για την αγορά ειδών κατανάλωσης.
Έκτακτες ανάγκες μπορεί να ήταν η αγορά ενός χωραφιού, η επισκευή του σπιτιού, ο γάμος ενός παιδιού, η αρρώστια κ.α.
Το λάδι το παρέδιδαν στον έμπορο «άκοπο». Πρόκειται για ένα έθιμο ευρέως διαδεδομένο τον παλιό καιρό που το λάδι αποτελούσε «χρηματιστηριακό είδος» με μεγάλες αυξομειώσεις τιμών.
Σύμφωνα με το έθιμο του άκοπου λαδιού, ο παραγωγός παρέδιδε το λάδι του στον έμπορο για φύλαξη και με την υποχρέωση όταν ο παραγωγός θελήσει να το «κόψει», να το πουλήσει δηλαδή, η αξία του λαδιού θα υπολογισθεί με την τρέχουσα τιμή του κι όχι με την τιμή που ίσχυε κατά την παράδοσή του. Βεβαίως υπήρχε και κάποια χρέωση φυλάκτρων από τον έμπορο ανάλογη με το διάστημα που το είχε στην αποθήκη του