Όπως είναι γνωστό, η ζωοκλοπή στην Κρήτη είναι πολύ παλιό κοινωνικό φαινόμενο. Δεν μπορούσε, φυσικά, να μην έχει απασχολήσει και το χωριό μας. Με μια διαφορά όμως. Το χωριό μας ποτέ δεν έβγαλε μεγάλους ζωοκλέφτες. Αυτοί που κατά καιρούς υπήρξανε περιοριζότανε στο να κλέψουν ένα – δυο πρόβατα για να τα φάνε κι όχι να τα εμπορευτούνε.
Κατά το παρελθόν οι ζωοκλέφτες που «επισκεφτότανε» το χωριό μας, όπως τουλάχιστο λέγεται, καταγότανε από τα ορεινά χωριά του Δυτικού Ρεθύμνου και της επαρχίας Σφακίων.
Η ζωοκλοπή, όπως γινότανε στο παρελθόν, δεν είχε καμιά σχέση με τη σημερινή. Σήμερα η ζωοκλοπή γίνεται με αυτοκίνητα, πολλές φορές κλεμμένα, και οι ζωοκλέφτες μέσα σε ελάχιστες ώρες μπορούν να βρεθούνε στην άλλη άκρη της Κρήτης.
Τα χρόνια που δεν υπήρχανε δρόμοι και αυτοκίνητα τα πράγματα ήτανε πολύ διαφορετικά. Οι ζωοκλέφτες έπρεπε να κλέψουν τα πρόβατα νύκτα, να τα οδηγούν με τα πόδια και πριν ξημερώσει να έχουν εξασφαλίσει μέρος να τα κρύψουν, να τα ποτίσουν, να τα ταΐσουν για να μπορούν να συνεχίσουν το ταξίδι τους το επόμενο βράδυ.
Οι πιο επικίνδυνες νύκτες που προσφερότανε για ζωοκλοπή ήτανε οι φεγγαρόλουστες και οι λιγότερο επικίνδυνες οι χειμωνιάτικες νύκτες με κακοκαιρία.
Η περιοχή των Ποταμιών, λόγω των εδαφολογικών συνθηκών, της μεγάλης απόστασης από κατοικημένη περιοχή, αποτελούσε τη «λεωφόρο» της ζωοκλοπής.
Οι χωριανοί μας που φύλαγαν τα πρόβατά τους στα Ποτάμια και στη γύρω χαλέπα έβλεπαν συχνά – πυκνά κλεμμένα κοπάδια να περνάνε από εκεί. Όμως, ούτε «έβλεπαν, ούτε άκουγαν» τίποτα. Ο νόμος της σιωπής ήταν σε πλήρη εφαρμογή. Οι ζωοκλέφτες πάντοτε οπλοφορούσαν και ήταν επικίνδυνοι για όλα.
Για να κλέψουν τα πρόβατα κάποιου έπρεπε και πρέπει να υπάρχει «δότης». Δότης είναι αυτός που δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες στους ζωοκλέφτες.
Το να κλέψουνε κάποιου τα πρόβατα ήτανε και είναι μεγάλη ηθική προσβολή, γιατί αυτό σημαίνει ότι «ούτε τον σέβονται, αλλά ούτε και τον φοβούνται».
Όταν κάποιου κλέβανε τα πρόβατα, λέγανε ότι αυτός «δεν φτάνει πως έχασε το πράμα του, έχασε και τη ψυχή του». Ο λόγος ήτανε ότι άρχιζε να ψάχνει να βρει τον δότη και τους κλέφτες, υποψιαζόμενος γνωστούς και αγνώστους.
Εάν ενοχοποιούσε κάποιον και αυτός αρνιότανε οποιαδήποτε ανάμιξη συνηθιζόταν να του λέει:
- Άντε να πάμε στην Παναγία στα Μυριοκέφαλα να μου ορκιστείς ότι δεν είσαι εσύ.
Για τη ζωοκλοπή φυσικά και δεν γινότανε καταγγελία στην Αστυνομία. Ο καθένας προσπαθούσε με τη βοήθεια συγγενών, γνωστών και φίλων να εντοπίσει όχι τους δράστες, αλλά τα κλεμμένα πρόβατα και να του επιστρέψουνε όσα περισσότερα γινότανε. Το ζητούμενο δεν ήταν η τιμωρία των δραστών, αλλά η επιστροφή των κλεμμένων.
Επειδή η ζωοκλοπή δεν γινότανε «στα τυφλά» αλλά οι κλέφτες ξέρανε ποιανού είναι τα πρόβατα που κλέβανε, για να αποτρέψει κάποιος τους επίδοξους ζωοκλέφτες, έπρεπε να είναι από μεγάλη οικογένεια, να έχει πολλούς συντέκνους και κουμπάρους, ώστε και να τον «φοβούνται και να τον σέβονται».