Τα σηκωματάρικα δέντρα ήταν μια πολύ παλιά συνήθεια, σύμφωνα με την οποία κάποιος είχε στην ιδιοκτησία του κάποιο δέντρο ή κάποια δέντρα που ήτανε φυτεμένα σε αλλουνού χωράφι. Ο ιδιοκτήτης του χωραφιού όχι μόνο δεν είχε κανένα δικαίωμα στο σηκωματάρικο δέντρο, αλλά αντίθετα είχε και την υποχρέωση να το καλλιεργεί όπως τα δικά του. Αν το δέντρο ξεραινότανε ο ιδιοκτήτης του δεν μπορούσε να το πειράξει γιατί μπορούσε να αναβλαστήσει, να ξαναγίνει ζωντανό.
Φαίνεται ότι ο θεσμός αυτός δημιουργήθηκε για κάποιον από τους εξής δύο λόγους: α) δέντρα, συνήθως ελαιόδεντρα, που οι άνθρωποι αφιέρωναν σε μοναστήρια ή εκκλησίες για να παρακαλέσουν τον Άγιο να τους γίνει ένα καλό, να ξεκπληρώσουν κάποιο τάμα, β) δέντρα που δεν ήτανε αριθμητικά εξίσου κατανεμημένα σε όλα τα χωράφια και οι γονείς στην προσπάθειά τους να τα μοιράσουν δίκαια σε όλα τα παιδιά τους έδιναν σε κάποιο παιδί δέντρα που ήταν φυτεμένα σε χωράφι που έδιναν σε ένα άλλο παιδί τους.