Κάθε αγροτική οικογένεια πρέπει κατά διαστήματα να αναπιάνει, να ανανεώνει δηλαδή τα οικόσιτα ζώα που εκτρέφει για τις ανάγκες της.
Στις προηγούμενες δεκαετίες, τότε που τα διαθέσιμα εισοδήματα στο χωριό μας ήταν ελάχιστα, οι μετακινήσεις για το Ρέθυμνο δύσκολες και το εμπόριο γενικά όχι ιδιαίτερα ανεπτυγμένο, η ανανέωση των ζώων δεν ήταν εύκολη υπόθεση, γιατί έπρεπε μέσα στο στενό κύκλο του χωριού να εντοπιστούν τα ζώα που ήταν κατάλληλα για αγορά.
Όταν, λοιπόν, τα ζώα της οικογένειας, δεν είχαν την απόδοση που θα έπρεπε, δηλαδή εμαγαρίζανε λόγω αιμομιξίας ή στο χωριό εμφανιζότανε κάποια νέα ράτσα, έπρεπε να αγοραστούν άλλα νέα ζώα.
Οικόσιτα ζώα ήταν τα κουνέλια, οι κότες, τα πρόβατα, οι αίγες, οι χοιρομητέρες και οι αγελάδας.
Η αγορά νέου ζώου δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση. Εκτός από το ότι η οικογένεια έπρεπε να πληρώσει για την αγορά και τα χρήματα που κυκλοφορούσαν ήταν ελάχιστα, έπρεπε να βρει, να εντοπίσει ποιος χωριανός έχει τα καλύτερα διαθέσιμα για αναπαραγωγή ζώα. Δεν έφταναν μόνο αυτά. Έπρεπε ο υποψήφιος πωλητής να είναι και χερικάρης (= να έχει καλό χέρι), να έχει καλό δοσούδι (= δόσιμο). Τέλος, ο αγοραστής έπρεπε να μην κάνει παζάρι στην τιμή πώλησης, να δώσει όσα λεφτά του ζητήσουν, γιατί αν ο πωλητής δεν δώσει το ζώο με την «ψυχή» του, το ζώο δεν θα αραιοσκελώσει, δεν θα μακροημερεύσει και δεν θα αναπαραχθεί δηλαδή.
Χαρακτηριστικός ήταν ο διάλογος που ακολουθεί μεταξύ δύο γυναικών - χωριανών μας:
- Εμαγαρίσανε, μωρέ, τα κουνέλια μου και δεν κάνουνε πράμα. Γεννούνε τα παντέρμα κι ύστερα τρώνε οι κουνέλες τα κουνελάκια. Κατές ποιος έχει καλά κουνέλια να μου δώσει;
- Ο ξάδερφός μου ο Γιώργης έχει, καημένη, καλά κουνέλια, μα καλιά είναι να σε λείπει, γιατί έχει κακό δοσούδι. Πέρυσι αγόρασα εγώ και σε πέντε μέρες, του δαιμόνου το πράμα, εψοφήσανε και τα δυο.
- Α, καημένη, ήντα δεν το κάτεχες πως έχει κακό δοσούδι; Άλλη φορά να μην τα γυρεύεις από τον ίδιο, μα από τη γυναίκα του τη Μαρία απού έχει καλό δοσούδι.. Θα τσι λες, όμως, να μην του το πει καθόλου. Έτσα το καμα εγώ πέρυσι και πήρα από τη Μαρία ένα κόκορα και μου βγήκενε μια χαρά. Τον αγόρασα όμως με τη συμφωνία να μην πει πράμα του άντρα τους, γιατί άμα το μάθαινε, σίγουρα θα μου ψοφούσε ο κόκορας.
Τελειώνοντας, θα μπορούσαμε να πούμε ότι κακό δοσούδι πιστεύανε ότι είχανε οι άνθρωποι που ήτανε ζηλόφθονοι ή μίζεροι.