Μαμούνι λέμε το έντομο, το ζωύφιο, τον τετράποδο ή πολύποδο, τέλος πάντων, συγκάτοικο που παρά τη θέληση και την άδειά μας κατοικοεδρεύει στο σπίτι μας και απαιτεί να μοιράζεται μαζί μας τους ίδιους χώρους.
Τις προηγούμενες δεκαετίες που τα σπίτια των ανθρώπων, ιδιαίτερα στα χωριά, δεν ήταν φτιαγμένα από τα σημερινά υλικά, το δάπεδο ήταν σκέτο χώμα, οι τοίχοι φτιαγμένοι από χώμα και πέτρες, οι σοβάδες, αν υπήρχαν, από χώμα και ασβέστη, οι ανεπιθύμητοι αυτοί συγκάτοικοι του ανθρώπου αυξάνονταν και πληθύνονταν ανεξέλεγκτα στα σπίτια των ανθρώπων.
Στην αύξηση του πληθυσμού των μαμουνιών συντελούσε, οπωσδήποτε, και η συγκατοίκηση του ανθρώπου με τα οικόσιτα ζώα, η ανυπαρξία στοιχειωδών μέσων φροντίδας και υγιεινής, αλλά και η ανυπαρξία των κάθε λογής εντομοκτόνων και εντομοαπωθητικών που υπάρχουν τις τελευταίες, μετά τον Β’ παγκόσμιο, δεκαετίες.
Την Τρίτη, λοιπόν, ημέρα μετά το Πάσχα εκείνα τα δύσκολα χρόνια τη λέγανε «μαμουνοτρίτη».
Ο λόγος που τη λέγανε «μαμουνοτρίτη» ήτανε γιατί απαγορευότανε ρητά και κατηγορηματικά εκείνη την ημέρα οι νοικοκυρές να σκουπίζουνε το σπίτι τους. Αλλοίμονο στη νοικοκυρά που παραβίαζε την απαγόρευση αυτή. Μέχρι του χρόνου τέτοια μέρα το σπίτι της θα ήτανε γεμάτο μαμούνια και μαμούνες διάφορων ειδών και μεγεθών.