Το Μπίζι ήταν ένα ομαδικό παιδικό παιγνίδι πολύ διαδεδομένο στα παλιά χρόνια. Τα παιγνίδι παιζόταν ως εξής:
Κάποιο παιδί, «η μάνα», στεκότανε όρθιο και ακίνητο με το αριστερό χέρι σηκωμένο και την παλάμη ακουμπισμένη στην αριστερή πλευρά του κεφαλιού του, στο ύψος των ματιών, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη βλέπει αριστερά και πίσω. Το δεξί χέρι τοποθετούνταν κάτω από την αριστερή μασχάλη με την παλάμη ανοικτή και ακουμπισμένη στον ώμο. Βέβαια επιτρεπόντουσαν και οι εναλλαγές μεταξύ των χεριών.
Ένας από τους υπόλοιπους παίκτες κάθε φορά κτυπούσε μια φορά με το χέρι του και με όση δύναμη ήθελε «τη μάνα», τον παίκτη δηλαδή που στεκότανε όρθιος και ακίνητος, στην ανοικτή παλάμη του. Μετά το κτύπημα όλοι οι υπόλοιποι παίκτες σήκωναν το δάκτυλο τους φωνάζοντας συγχρόνως: Μπίιιζζζ, Μπίιιζζζ
Ο παίκτης που είχε δεχθεί το κτύπημα έπρεπε να μαντεύσει σωστά ποιος ήταν αυτός που τον κτύπησε. Αν μάντευε σωστά τη θέση του την έπαιρνε αυτός που τον είχε κτυπήσει. Αν έκανε λάθος συνέχιζε να δέχεται τα κτυπήματα των άλλων μέχρι να μαντέψει σωστά τον παίκτη που τον κτύπησε για να τον αντικαταστήσει.