Στα χαρκιδιά, τα σιδηρουργεία δηλαδή, κατασκευάζονταν όλα τα γεωργικά εργαλεία της παλιάς εποχής, καθώς και αρκετά από τα εργαλεία του μαραγκού, του κτίστη κ.α
Ο χαρκιάς (ο σιδηρουργός) δεν περιορίζονταν, μόνο στην κατασκευή των εργαλείων αυτών, αλλά συγχρόνως αναλάβαινε και την επισκευή αυτών που φθείρονταν από την πολλή χρήση με το λεγόμενο βάψιμο ή ατσαλάρισμα.
Τα διάφορα εργαλεία, δηλαδή, έχαναν με τον καιρό την κοφτεράδα τους. Στις περιπτώσεις αυτές τα εργαλεία τα πήγαιναν στον χαρκιά για να τα βάψει. Για το βάψιμο του εργαλείου ο χαρκιάς το έβαζε στο καμίνι και αφού το μέταλλο κοκκίνιζε και μαλάκωνε το σφυροκοπούσε κατάλληλα μπροστά οτην κοπή, μετά το περνούσε από τη μέγγενη και το λιμάριζε, κι όπως ήταν πολύ ζεστό το έριχνε στο κρύο νερό της βαρέλας για να σκληρύνει.
Σε άλλες περιπτώσεις η φθορά του εργαλείου ήταν μεγαλύτερη, γιατί από την πολλή χρήση φαγωνόταν το ατσάλι της πρώτης ατσαλωσιάς. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο χαρκιάς έκανε την επανόρθωση της φθοράς με το ατσαλάρισμα.
Κατά την επισκευή αυτή το φθαρμένο εργαλείο έμπαινε στο καμίνι και αφού μαλάκωνε στη φωτιά σφυροκοπούνταν στο αμόνι, έτσι ώστε να προπαρασκευαστεί, για να δεχτεί καινούριο ατσάλινο πρόσθετο και να γίνει πάλι το εργαλείο όπως ήταν την πρώτη φορά που κατασκευάστηκε.
Αυτή η διαδικασία αφορούσε τα σιδερένια εργαλεία του παλιού καιρού. Όμως, η φράση «ατσαλάρισμα» χρησιμοποιούνταν και μεταφορικά, με σαφές σεξουαλικό υπονοούμενο.
Πιο συγκεκριμένα, όταν κάποιος επρόκειτο να παντρευτεί, στις παραμονές του γάμου του, οι άντρες του χωριού συνήθιζαν να τον πειράζουν ρωτώντας τον:
- Τι έγινε, γαμπρέ, επήγες στου χαρκιά να σου την ατσαλάρει;