Στο καφενείο του χωριού η συζήτηση αφορά το θέμα αν βγαίνει το μεροκάματο, αν μπορεί κάποιος να επιβιώσει από τις αγροτικές δουλειές, αν πληρώνεται τελικά ο κόπος του.
Ο Βαγγέλης ο δάσκαλος είναι απόλυτος: Δεν συμφέρει να κάνεις τον γεωργό, δεν συμφέρει να κάνεις τον κτηνοτρόφο, τελικά τίποτα δεν συμφέρει.
Ο Σήφης καθότανε σιωπηλός και άκουγε τη συζήτηση. Σε μια στιγμή, όμως, από την πολλή γκρίνια που άκουγε, χάνει την ψυχραιμία του και λέει:
- Εβρήκαμεν εδά. Δεν συμφέρνει το ‘να, δεν συμφέρνει τα’ άλλο. Κι αμέ από που κάματε τσι ποδάρες; Από πού κάματε τσι ατζάρες; Από την Κουλουμούντρα τσι κάματε; Από πού τσι κάματε; Κι ύστερα λέτε δεν συμφέρνει το ‘να, δεν συμφέρνει τα’ άλλο.