Ο μπάρμπα Κώστας από την Παλαίλιμνο, μιαν ηλιόλουστη μέρα του Απρίλη είχε έρθει στο χωριό μας καβάλα στο μουλάρι του.
Σταμάτησε στο καφενείο της Διαμάντας, έδεσε το μουλάρι απέξω, στου Καπεδιανού την ελιά κι εμπήκε μέσα.
Το παρεάκι δεν άργησε να σχηματιστεί και να αρχίσουνε τα κρασάκια. Σε μια στιγμή ευθυμίας, ο μπάρμπα Κώστας ακουμπά την παλάμη του δεξιού του χεριού κάθετα πάνω στα φρύδια του, γρυλώνει τα μάτια του και κοιτάζοντας προς τα έξω, στο μέρος που είχε δέσει το μουλάρι του, λέει:
- Δε θωρώ κιόλας, έχω καταρράκτη. Μα δε με νοιάζει, μόνο βγαίνουνε εδά οι χοχλιοί και δεν τσι θωρώ να τσι μαζώνω. Θωρείτε, μωρέ, το μουλάρι μου, όξω είναι ακόμη δεμένο ή έλυσενε;