Σερτή, με τα πόδια, δρόμο – δρόμο από τον αμαξωτό, έστειλε μια μέρα του Αυγούστου, τη δεκαετία του 1970, ο Βασίλης ο Παπαδάκης τον γιο του, τον Γιώργη, να πάει τη γουρούνα τους στο κάπρο του Βάνταρη, στο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος, για να πηδηθεί.
Ο λόγος για τον οποίο έπρεπε να πάει η γουρούνα στου Βάνταρη τον κάπρο ήταν ότι ο Βάνταρης είχε οργανωμένο χοιροστάσιο, με καλής ράτσας χοίρους που εγγυότανε ότι η γουρούνα θα γεννούσε μακρύφυλλα γουρούνια.
Δυόμιση με τρεις ώρες κράτησε για το Γιώργη και τη γουρούνα ο ποδαρόδρομος των πέντε, περίπου, χιλιομέτρων μέχρι να φτάσουν στο χωριό Άγιος Κωνσταντίνος.
Παρά το γεγονός ότι ο Βάνταρης, ο ιδιοκτήτης του χοιροστασίου, την ώρα που έφτασαν, απουσίαζε, η σύζυγός του προθυμοποιήθηκε να εξυπηρετήσει το Γιώργη και τη γουρούνα τους.
Αφού έβαλαν, λοιπόν, τη γουρούνα στο κελί που ήτανε ο κάπρος, η γυναίκα λέει του Γιώργη:
- Εγώ, παιδί μου, έχω δουλειά και θα πάω στο σπίτι. Εσύ κάτσε επαέ κι άμα «σιαχτεί» η γουρούνα να μου φωνάξεις να βγάλομε τη γουρούνα από το κελί, να την πάρεις να φύγεις.
- Δηλαδή; ρωτάει ο Γιώργης, μαθητής των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού Σχολείου, δήθεν μου, τάχα μου απονήρευτος.
- Άμα βάλει ο κάπρος δυο φορές το ποφτό ντου στο ποφτό τζη (=το από αυτό του, στο από αυτό της), επεξήγησε η γυναίκα, θα μου φωνάξεις.
- Θεία, θεία, άρχισε να της φωνάζει ο Γιώργης, μετά από κάμποση ώρα. Δυο φορές έχει βάλει ο κάπρος το ποφτό ντου στο ποφτό τζη και το ποφτό τζη σουρώνει σάλια!
- Εντάξει, παιδί μου. Έρχομαι να βγάλομε τη γουρούνα από το κελί, να την πάρεις να φύγεις, απάντησε η γυναίκα.